Διπλωματικές Εργασίες

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2023

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

2/11/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Eυαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Χρήστος Γιαννιός, Παιδίατρος – Αναπτυξιολόγος, Διευθυντής Αναπτυξιολογικού Τμήματος Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών

Πρωτότυπος Τίτλος

Περιγεννητικοί παράγοντες κινδύνου και διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Perinatal risk factors and autism spectrum disorder

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού (Autistic Spectrum Disorders-ASD) περιλαμβάνουν τον αυτισμό, το σύνδρομο Asperger (AS) και τη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή που δεν προσδιορίζεται διαφορετικά (Pervasive Developmental Disorder – Not Otherwise Specified – PDD- NOS).

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός αυτής της ανασκόπησης είναι η αναζήτηση της επίδρασης διαφόρων περιγεννητικών παραγόντων στην εκδήλωση ASD.

ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Στην παρούσα ανασκόπηση χρησιμοποιήθηκαν οι μηχανές αναζήτησης MEDLINE, ERIC και Google Scholar για τον εντοπισμό μελετών με αντικείμενο την επίδραση περιγεννητικών παραγόντων κινδύνου στην μελλοντική εκδήλωση ΑSD, μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Μαΐου 2022. Στην ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν 411 άρθρα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η ανασκόπηση έδειξε πως οι πολλαπλές κυήσεις, η διατροφή και το κάπνισμα της μητέρας, η προχωρημένη ηλικία των γονέων, η προωρότητα, ο μη θηλασμός, καθώς και το χαμηλό και αυξημένο βάρος γέννησης έχουν σταθερά αναφερθεί ως παράγοντες κινδύνου. Υπάρχει διχογνωμία για την επίδραση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, των βαρέων μετάλλων, της μητρικής κατανάλωσης αλκοόλ, της χρήσης αντιβιοτικών, της καισαρικής τομής και των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στη μελλοντική εκδήλωση αυτισμού. Οι διαφορές στον πληθυσμό, τη μεθοδολογία των μελετών και η πιθανή επίδραση συγχυτικών παραγόντων ενδέχεται να συμβάλλουν στην ετερογένεια των αποτελεσμάτων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Σε συνδυασμό με τα καλά προσδιορισμένα γενετικά αίτια, η σύγχρονη έρευνα έδειξε ότι περιγεννητικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν τον αναπτυσσόμενο εμβρυικό εγκέφαλο και να προδιαθέσουν σε ανάπτυξη ASD. Προοπτικές και μακροχρόνιες μελέτες με σταθερή μεθοδολογία ως προς τη μέτρηση της έκθεσης στον παράγοντα κινδύνου και την επιβεβαίωση της διάγνωσης, καθώς και η απομόνωση πιθανών συγχυτικών παραγόντων ενδέχεται να βοηθήσουν στον εντοπισμό αιτιολογικών συσχετίσεων.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: Autistic spectrum disorders (Autistic Spectrum Disorders-ASD) include autism, Asperger syndrome (AS) and Pervasive Developmental Disorder – Not Otherwise Specified (PDD- NOS).

OBJECTIVE: This review aimed to investigate the association between perinatal factors and ASD development.

MATERIAL – METHODS: The review team used MEDLINE, ERIC and Google Scholar search engines for the identification of studies focusing on the effect of perinatal factors on the future development of autism. We have included studies from January 2010 to May 2022. 411 studies were found.

RESULTS: Consistently reported risk factors are multiple deliveries, maternal nutrition and smoking, advanced parental age, prematurity, lack of breastfeeding, as well as low and excessive birth weight. There is controversy in the literature regarding the potential effect of environmental pollution, heavy metals, maternal alcohol consumption, antibiotic use, caesarean section, as well as assisted reproductive technologies on the future development of autism. Population differences, methodology variations and possible effect of confounding factors may have contributed to the heterogeneity of the results.

CONCLUSION: Research has demonstrated that specific perinatal factors may disturb the normal development of the fetal brain and predispose to future development of ASD. Prospective and long-term studies with consistent methodology in terms of exposure to the environmental risk factor and diagnosis confirmation as well as with isolation of confounding factors, will contribute to the identification of any causative associations.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, Χαρακτηριστικά, Ταξινόμηση, Παράγοντες κινδύνου, Περιβάλλον

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Autism Spectrum Disorders, Characteristics, Classification, Risk Factors, Environment

Αριθμός σελίδων

75

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Όχι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

303

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Aggeli_Stamatina_Eleftheria_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

07/07/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Ιωάννης Μανιός, Καθηγητής, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής Σχολής Επιστημών Υγείας και Αγωγής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Πρωτότυπος Τίτλος

Η αποτελεσματικότητα ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής και σωματικής δραστηριότητας στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στους εφήβους

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The effectiveness of a multidisciplinary, personalized intervention program of diet, sleep and physical activity in the management of obesity in adolescents

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η παχυσαρκία κατά την εφηβική ηλικία αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας που έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις παγκοσμίως, με 1 στους 5 εφήβους στις ΗΠΑ να είναι παχύσαρκοι, ενώ η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ χωρών της Ευρώπης (European region κατά τον Παγκόσιο Οργανισμό Υγείας) στον επιπολασμό της εφηβικής παχυσαρκίας. Επιπρόσθετα, η παχυσαρκία κατά την εφηβική ηλικία συσχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα στην ενήλικη ζωή. Η αύξηση της κατανάλωσης πρόχειρου φαγητού και του καθιστικού τρόπου ζωής είναι βασικοί παράγοντες που οδηγούν στην παχυσαρκία στους εφήβους. Οι επιπλοκές της είναι σημαντικές και καθιστούν την αντιμετώπισή της αναγκαία.

ΣΚΟΠΟΣ: Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής και σωματικής δραστηριότητας ως μέθοδος αντιμετώπισης της παχυσαρκίας σε εφήβους στην Ελλάδα.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Μελετήθηκαν 544 (n=544) έφηβοι (μέση ηλικία +/- τυπική απόκλιση: 12,29 +/- 2,10 έτη; Αγόρια: 216, Κορίτσια: 328) για ένα έτος. Οι έφηβοι ταξινομήθηκαν ανάλογα με το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) σε εφήβους με παχυσαρκία, με υπερβαρότητα και με φυσιολογικό ΔΜΣ, σύμφωνα με τα όρια του International Obesity Task Force. Προ της παρέμβασης, ελήφθη λεπτομερές ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, και έγινε πλήρης κλινική εξέταση με προσδιορισμό των ανθρωπομετρικών παραμέτρων και των σταδίων ενήβωσης κατά Tanner. Επιπλέον, διενεργήθηκε πλήρης εργαστηριακός έλεγχος με προσδιορισμό αιματολογικών, βιοχημικών και ενδοκρινολογικών παραμέτρων, καθώς και λιπομέτρηση για τον προσδιορισμό της σύστασης του σώματος. Κατόπιν, οι έφηβοι έλαβαν οδηγίες για ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και σωματικής άσκησης. Η παρακολούθηση των εφήβων στο ιατρείο έγινε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ ένα έτος μετά την έναρξη της παρέμβασης, έγινε εκ νέου κλινική εκτίμηση και εργαστηριακός έλεγχος.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά την αρχική αξιολόγηση, 55,0% των εφήβων ήταν παχύσαρκοι, 29,6% υπέρβαροι και 15,4% φυσιολογικού ΔΜΣ. Τα αγόρια είχαν υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας (69.4% έναντι 45,4%, p<0,001) αλλά χαμηλότερα ποσοστά υπέρβαρου (21,8% έναντι 34,8%, p<0,001) σε σχέση με τα κορίτσια. Οι έφηβοι με παχυσαρκία είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, καθώς και καρδιομεταβολικούς δείκτες συγκριτικά με εφήβους με υπέρβαρο ή φυσιολογικό ΔΜΣ. Ένα έτος μετά την έναρξη της παρέμβασης, το ποσοστό των εφήβων με παχυσαρκία μειώθηκε κατά 27,1%, με την συνολική κατανομή να τροποποιείται ως εξής: 40,1% παχύσαρκοι, 34,2% υπέρβαροι και 25,7% φυσιολογικού ΔΜΣ. Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση των περισσότερων καρδιομεταβολικών δεικτών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και σωματικής δραστηριότητας παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στους εφήβους.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The prevalence of adolescent obesity is rising globally, with 1 in 5 adolescents in USA being obese, while Greece comes second among countries of the European region in the prevalence of adolescent obesity. Adolescent obesity is associated with increased morbidity and mortality in adulthood and constitutes a major medical and social concern. The increased intake of poor quality food combined with the insufficient physical exercise are the leading causes of adolescent obesity. Considering its adverse ramifications, interventions targeting this problem are a necessity.

AIM: To evaluate the effectiveness of a multidisciplinary, personalized intervention program of diet, sleep and physical activity in the management of obesity in adolescents in Greece.

METHODOLOGY: Five hundred and forty-four adolescents (mean age +/- standard deviation: 12.29 +/- 2.10 years old; Males: 216, Females: 328) were studied prospectively for one year. The adolescents were divided in three groups based on their Body-Mass-Index (BMI), according to the cut-off points of the International Obesity Task Force guidelines. At the beginning of the study, all subjects underwent complete medical examination and determination of body composition as well as hematologic, biochemical and endocrinologic parameters). Consequently, all subjects adhered to a multidisciplinary, personalized intervention program of diet, sleep and physical activity. According to the category of the BMI, the frequency of the follow-up examinations was determined: adolescents with obesity were assessed every month, with overweight every two months and normal BMI every three months. They all underwent the same clinical and laboratory evaluation at the end of the study, twelve months after the intervention.

RESULTS: At initial evaluation, 55% of the adolescents were obese, 29.6% overweight and 15.4% had normal BMI. The percentage of obesity was higher among boys compared to girls (69.4% vs. 45.4%, p<0,001) as opposed to the percentage of overweight, which was higher in girls, compared to boys (34.8% vs. 21.8%, p<0,001). Adolescents with obesity had significantly higher Systolic and Diastolic Blood Pressure, as well as cardiometabolic parameters compared to overweight and normal weight subjects. At the end of the study, the obesity rates decreased by 27.1% and thus, 40.1% of the adolescents studied were now obese, 34.2% were overweight and 25.7% had normal BMI. Moreover, there was a significant amelioration of most cardiometabolic risk factors.

CONCLUSIONS: A comprehensive, multidisciplinary personalized life-style intervention program is effective at reducing the prevalence of obesity in adolescents.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Παχυσαρκία, Εφηβεία, Διατροφή, Σωματική δραστηριότητα

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Obesity, Adolescence, Diet, Physical activity, Management

Αριθμός σελίδων

128

Ευρετήριο

Ναι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

2

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

189

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 07/07/2025

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Anastasiadou Aliki Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

19/12/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Γεώργιος Αλεβιζόπουλος, Καθηγήτρια, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΕΚΠΑ

Χάρις Λιάπη, Αφυπηρετήσασα Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δέσποινα Mπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Η επίδραση της αντιψυχωτικής αγωγής κατά την διάρκεια της κύησης στην νευροανάπτυξη του παιδιού

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The effect of antipsychotic treatment, during the perinatal period, on the neurodevelopment. of children: a systematic review and meta-analysis

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η μελέτη στοχεύει στην διερεύνηση της νευροαναπτυξιακής επίδρασης των αντιψυχωτικών φαρμάκων σε παιδιά, που γεννήθηκαν από μητέρες που λάμβαναν, κατά την περιγεννητική περίοδο, τυπικά ή άτυπα αντιψυχωτικά.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση σε βάσεις δεδομένων, σύμφωνα με τα κρι-τήρια ένταξης και αποκλεισμού. Οι μελέτες αφορούσαν μητέρες με ψυχική ασθένεια πριν την σύλληψη ή υποτροπίασαν, λαμβάνοντας αντιψυχωτική αγωγή κατά την περιγεννητική περίοδο και τα παιδιά τους εξετάστηκαν για τυχόν Νευροαναπτυξιακές διαταραχές λόγω της έκθεσής τους σε αντιψυχωτική αγωγή.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: 3 μελέτες εντοπίστηκαν, στις οποίες τα παιδιά εκτέθηκαν και εμφάνισαν ΔΕΠ-Υ με συγκεντρωτικό odds ratio 2,33 (95% ΔΕ = 1,69 – 3,20) που δηλώνει ότι τα παι-διά που εκτέθηκαν σε αντιψυχωτικά είναι 2,33 φορές πιθανότερο να εμφανίσουν ΔΕΠ-Υ σε σχέση με τα παιδιά που δεν εκτέθηκαν. Η σχέση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,001). Όσο αφορά την Κοινωνικό-συναισθηματική και Ψυχική ανάπτυξη, βρέθηκε ότι το συγκεντρωτικό odds ratio ήταν 2,33 (95% ΔΕ = 1,68 – 3,22) που δηλώνει ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν ήταν 2,33 φορές πιθανότερο να εμφανίσουν καθυστέρηση σε σχέση με τα μη εκτεθειμένα παιδιά. Η σχέση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,001). Τέλος, βρέ-θηκε ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν και εμφάνισαν καθυστέρηση στην Κινητική ανάπτυξη είχαν συγκεντρωτικό odds ratio 2,93 (95% ΔΕ = 1,86 – 4,61). Άρα, τα παιδιά που εκτέθη-καν σε αντιψυχωτικά ήταν 2,93 φορές πιθανότερο να εμφανίσουν καθυστέρηση στην Κι-νητική ανάπτυξη σε σχέση με τα παιδιά που δεν εκτέθηκαν. Η σχέση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,001).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η έκθεση του εμβρύου σε αντιψυχωτικά μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθε-σμη καθυστερημένη ανάπτυξη στην κινητική, κοινωνική-συναισθηματική και προσαρμο-στική συμπεριφορά. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The study aims to investigate the neurodevelopmental effect of antipsychotic drugs in children born to mothers who received, during the perinatal period, typical or atypical antipsychotics.

METHODOLOGY: The study aims to investigate the neurodevelopmental effect of antipsychotic drugs in children born to mothers who received, during the perinatal period, typical or atypical antipsychotics.

RESULTS: 3 studies were identified in which children were exposed and developed ADHD with a pooled odds ratio of 2.33 (95% CI = 1.69 – 3.20) indicating that children exposed to antipsychotics are 2, 33 times more likely to develop ADHD than unexposed children. This relationship was statistically significant (p<0.001). Regarding Socio-emotional and Mental development, it was found that the pooled odds ratio was 2.33 (95% CI = 1.68 – 3.22) indicating that exposed children were 2.33 times more likely to show delay compared to unexposed children. This relationship was statistically significant (p<0.001). Finally, it was found that children who were exposed and showed a delay in motor development had a pooled odds ratio of 2.93 (95% CI = 1.86 – 4.61). Thus, children exposed to antipsychotics were 2.93 times more likely to be delayed in motor development than children not exposed. This relationship was statistically significant (p<0.001).

CONCLUSION: Fetal exposure to antipsychotics can cause short-term developmental delays in motor, social-emotional, and adaptive behavior. However, further investigation is needed

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Αντιψυχωτική αγωγή, Κύηση, Νευροαναπτυξιακές διαταραχές

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Antipsychotic treatment, Pregnancy, Neurodevelopmental disorders

Αριθμός σελίδων

119

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

146

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Andrianopoulou Evagelia Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

10/10/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δημήτριος Κάσιμος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΔΠΘ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Η επίδραση των ενδοοικιακών ρυπαντών στην εμφάνιση άσθματος και αλλεργικών εκδηλώσεων κατά τη παιδική ηλικία – Συστηματική ανασκόπηση και μεταανάλυση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The impact of indoor environmental pollutants on asth-ma development and allergic manifestations in child-hood – systematic review and meta-analysis

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση του άσθματος και των αλλεργικών εκδηλώσεων κατά τη παιδική ηλικία σε παγκόσμιο επίπεδο.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της εργασίας ήταν να εκτιμηθεί η επίδραση των μικροσωματιδίων διαμέτρου μικρότερης 10 μm, των αλλεργιογόνων των κατοικίδιων ζώων και της ορατής μούχλας στην εμφάνιση άσθματος και άλλων αλλεργικών εκδηλώσεων, συγκεκριμένα αλλεργικής ρινίτιδας, εκπνευστικού συριγμού και εκζέματος στα παιδιά. Απώτερος σκοπός ήταν η συμβολή στη συγκέντρωση πληροφοριών για την πρόληψη αλλεργικών νοσημάτων και την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών στο οικιακό περιβάλλον.

ΥΛΙΚΟ: Η αναζήτηση βιβλιογραφίας έγινε στις ψηφιακές βάσεις δεδομένων PUB-MED,COCHRANE CLASSIC και SCOPUS τον Οκτώβριο του 2021 και τον Απρίλιο του 2022 με περιορισμό στη γλώσσα (ελληνικά, αγγλικά) και στη χρονολογία (αναζητήθηκαν άρθρα της τελευταίας δεκαετίας ). Αναγνωρίστηκαν 2016 μελέτες.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Η συλλογή δεδομένων έγινε από 2 ερευνητές ανεξάρτητα κατά PRISMA 2009. Η εκτίμηση της ποιότητας των μελετών έγινε με κλίμακες αξιολόγησης για συγχρονικές μελέτες, μελέτες κοορτής και μελέτες ασθενών μαρτύρων από 2 ερευνητές τυφλά. Στη μετα-ανάλυση τα αποτελέσματα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας είτε το μοντέλο των σταθερών επιδράσεων (fixed effects model), είτε το μοντέλο των τυχαίων επιδράσεων (random effects model) στην περίπτωση που τα επιμέρους αποτελέσματα παρουσίαζαν σημαντική ετερογένεια. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το πρόγραμμα IBM SPSS v.28.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τη στατιστική ανάλυση φαίνεται ότι συνολικά η παρουσία ορατής μούχλας αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αλλεργικών εκδηλώσεων περίπου κατά 28% με OR=1,28 (95% C.I.: 1,18 – 1,39) και η παρουσία μικροσωματιδίων αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης άλλων αλλεργικών εκδηλώσεων περίπου κατά 15% με OR=1,15 (95% C.I.: 1,10 – 1,20).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα της μελέτης επεκτείνουν την υπάρχουσα γνώση, συμπληρώνουν τα διαθέσιμα δεδομένα για τον παιδιατρικό πληθυσμό. Μεγαλύτερες συστηματικές μελέτες είναι απαραίτητες.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: In recent years, there has been an increase in asthma and allergic manifestations during childhood worldwide.

OBJECTIVE: The aim of the study was to assess the effect of particulate matter with a diameter less than 10 μm, pet allergens and visible mold on the occurrence of asthma and other allergic manifestations, in particular allergic rhinitis, expiratory wheezing and eczema, in children. The ultimate goal was to contribute to the collection of information for the prevention of allergic diseases and the improvement of children’s living conditions in the domestic environment.

MATERIAL: The bibliography search was performed in the digital databases PUBMED, COCHRANE CLASSIC and SCOPUS in October 2021 and April 2022 with a limitation on language (Greek, English) and chronology (articles of the last ten years were searched). 2016 studies identified.

METHODS: The data collection was done by 2 researchers independently according to PRISMA 2009. The quality of the studies was assessed using appraisal checklists for cross-sectional studies, cohort studies and control patient studies by 2 investigators inde-pendently. In the meta-analysis, the results were analyzed using either the fixed effects model or the random effects model if the individual results showed significant heterogeni-ty. Statistical analyses performed with IBM SPSS v.28.

RESULTS: The statistical analysis shows that overall the presence of visible mold in-creases the risk of allergic manifestations about 28% with OR = 1.28 (95% C.I.: 1.18 – 1.39) and the presence of particulate matter increases the risk of other allergenic manifes-tations about 15% with OR = 1.15 (95% C.I.: 1.10 – 1.20).

CONCLUSION: The results of the study extend existing knowledge, complement the available data for the paediatric population. Larger systematic studies are necessary.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Παιδί, Σπίτι, Αλλεργία, Άσθμα, Μούχλα, Μικροσωματίδια

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Child, Home, Allergy, Asthma, Mold, Particulate matter

Αριθμός σελίδων

69

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

86

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 10/04/2024

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Gkiounenioti_Xrysoula_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

10/02/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Παντελεήμων Περδικάρης, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ιωάννης Κουτελέκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Φλώρα Μπακοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Εθισμός στο διαδίκτυο και ψυχολογικές επιπτώσεις σε εφήβους

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Internet addiction and psychological impact on adolescents

Περίληψη

Ελληνικά:
Το διαδίκτυο αποτελεί σημαντική παράμετρο στη ζωή των εφήβων, καθώς μέσα από αυτό εκπληρώνουν σχολικούς, προσωπικούς, κοινωνικούς σκοπούς ενώ αντλούν ψυχική ικανοποίηση. Η εκτεταμένη ενασχόληση των νεαρών ατόμων με το διαδίκτυο μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη εθιστικών συμπεριφορών. Ο εθισμός στο διαδίκτυο είναι μία σοβαρή μορφή ψυχοπαθολογίας που εμφανίζεται στον ανήλικο πληθυσμό σε παγκόσμιο επίπεδο, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, την κοινωνική ζωή και τη σχολική πορεία τους. Ο σκοπός της παρούσας οριοθετημένης ανασκόπησης άρθρων (scoping review) είναι η μελέτη των ψυχολογικών επιπτώσεων που έχει ο εθισμός στο διαδίκτυο στους εφήβους. Η συλλογή των δεδομένων έγινε από τρεις βάσεις δεδομένων, ενώ η αξιολόγησή τους πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της κλίμακας Newcastle-Ottawa. Από την αναζήτηση προέκυψαν 25 μελέτες, εκ των οποίων η πλειοψηφία (17 από 25) φάνηκε να είναι μέτριας ποιότητας. Τα δεδομένα που προέκυψαν χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: κατάθλιψη και άγχος, αυτοκτονία, συναισθηματικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις, σχολικός και διαδικτυακός εκφοβισμός. Οι έφηβοι που είναι εθισμένοι στο διαδίκτυο έχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης συμπτωμάτων άγχους, κατάθλιψης και αυτοκτονικού ιδεασμού. Επιπλέον, εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και συναισθηματική ευημερία, ενώ θυματοποιούνται και εκδηλώνουν προβλήματα εξωτερίκευσης. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση αφορούν τον επιβαρυντικό ρόλο που έχει ο εθισμός στο διαδίκτυο στην ψυχική υγεία, τη συναισθηματική ανάπτυξη και τη συμπεριφορά των εφήβων. Οι έφηβοι εμφανίζουν δυσκολίες ψυχολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα που χρειάζεται να μειωθούν στο πλαίσιο θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Τhe internet is an important field in the life of teenagers as through it they fulfill school, personal, social and psychological purposes. Extensive engagement of young people with the internet can lead to the development of addictive behaviors. Internet addiction is a serious form of psychopathology that occurs in the underage population worldwide causing adverse effects on their health, social life and schooling. The purpose of this scoping review is to study the psychological effects of internet addiction on adolescents. The data were collected in three databases, while the quality evaluation of the included studies was performed with the use of the Newcastle-Ottawa Scale. Literature search yielded 25 observational studies. The results of their evaluation revealed that their majority (17 out of 25 studies) were of medium quality. Concluded data were divided into four categories: depression and anxiety, suicide, emotional and behavioral effects, school bullying and cyberbullying. Adolescents who are addicted to the Internet have an increased risk of developing symptoms of anxiety, depression and suicidal ideation. Moreover, they show low self-esteem and emotional well-being. These adolescents become victims and exhibit externalization problems. The findings from the literature review address the negative impact of internet addiction on mental health, emotional development and behavior of adolescents. Adolescents experience psychological and social difficulties that need to be reduced in the context of therapeutic interventions.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Βιβλιογραφική ανασκόπηση, Εθισμός στο διαδίκτυο, Έφηβοι, Συνέπειες, Ψυχική υγεία

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Literature review, Internet addiction, Adolescents, Consequences, Mental health

Αριθμός σελίδων

107

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

196

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Dermani Eleni Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

03/07/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Eυαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Μητρικός θηλασμός και δίδυμη κύηση. Περιγεννητικοί παράγοντες σχετιζόμενοι με έναρξη και πρόωρη διακοπή

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Breastfeeding and twin pregnancy.Perinatal factors related to initiation and early termination

Περίληψη

Ελληνικά:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο μητρικός θηλασμός είναι μία διαδικασία, η οποία πραγματοποιείται εδώ και αιώνες από την αρχή της ζωής του ανθρώπου. Το μητρικό γάλα είναι γνωστό και ως υπερτροφή για το βρέφος, το οποίο χρειάζεται όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, για να έχει μία υγιή ανάπτυξη. Στις σύγχρονες κοινωνίες παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο διακοπής του θηλασμού γεγονός το οποίο ανησυχεί τους ειδικούς υγείας.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης ήταν να διερευνήσει τους περιγεννητικούς παράγοντες που σχετίζονται με την έναρξη και πρόωρη διακοπή του μητρικού θηλασμού σε μητέρες με δίδυμη κύηση.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων PubMed,με τις ακόλουθες λέξεις κλειδιά: breastfeeding (θηλασμός),twins(δίδυμα),cessation(διακοπή),initiation(έναρξη)και factors( παράγοντες).Η συστηματική ανασκόπηση υπακούει τις οδηγίες PRISMA.Τα κριτήρια επιλογής -αποκλεισμού των άρθρων για συμπερίληψη στην παρούσα ανασκόπηση ήταν τα εξής:(1) θηλάζουσες ή μη θηλάζουσες μητέρες με δίδυμα βρέφη,(2)η έκβαση των μελετών να είναι η διακοπή του θηλασμού,(3) οι μελέτες να είναι πρωτογενείς δημοσιευμένες από 01/01/2010 έως 31/12/2021 και γραμμένες στην αγγλική ή ελληνική γλώσσα. Επίσης, υπολογίστηκε το συγκεντρωτικό ποσοστό (pooled proportion)διακοπής του θηλασμού των διδύμων στους 6 μήνες με μετα-ανάλυση (STATA v. 13)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από την ηλεκτρονική αναζήτηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, προέκυψαν 26 μελέτες, εκ των οποίων οι 7 συμπεριελήφθησαν στην ανασκόπηση. Το συγκεντρωτικό ποσοστό (pooled proportion) διακοπής του θηλασμού στους 6 μήνες για τα δίδυμα βρέφη ήταν 0,70(95%CI:0,60-0,81)Η διακοπή του θηλασμού στα δίδυμα βρέφη σχετίστηκε με τη μικρότερη ηλικία μητέρας, το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, το κάπνισμα, το χαμηλότερο βάρος γέννησης των νεογνών, την απουσία υποστήριξης την περίοδο του θηλασμού και την αντίληψη περί μη επαρκούς παραγωγής γάλακτος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Το ποσοστό των μητέρων διδύμων βρεφών που θηλάζουν μετά τους 6 μήνες είναι μικρό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναπτυχθούν παρεμβάσεις με σκοπό την προαγωγή του θηλασμού μητέρων με δίδυμα βρέφη.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Maternal breastfeeding is a process that has been guided by maternal instincts over centuries since a human is born.Breast milk is known as super food, especially for a newborn that needs a variety of nutrients in order to grow successfully.In modern societies early weaning is a rising phenomenon that concerns health specialists.

AIM: The purpose of this systematic review and meta-analysis was to investigate the perinatal factors associated with initiation and early cessation of breastfeeding in mother’s of twins.

METHODOLOGY: A systematic review of the international literature in the PubMed electronic database was performed,with the following keywords: breastfeeding,twins, cessation, initiation and factors.Systematic review obeys PRISMA guidelines.The selection criteria -exclusion of articles were the following:(1) breastfeeding or non-breastfeeding mother’s of twins,(2)the outcome of the participating studies should be cessation of breastfeeding (3)the studies should be primary published from 01/01/2010 to 31/12/2021 and written in English or Greek.Also, the pooled proportion of cessation of breastfeeding of twins at 6 months was calculated by meta-analysis (STATA v.13)

RESULTS: From the search of the international literature,26 studies emerged,of which 7 were included in the review.The pooled proportion of cessation of breastfeeding at 6 months for twin infants was 0.70(95%CI:0.60-0.81). Discontinuation of breastfeeding in twin infants was associated with younger maternal age,lower level of education, smoking,lower birth,lack of support during breastfeeding,and the perception that ” I cannot produce enough milk”.

CONCLUSIONS: The percentage of mothers of twin babies who breastfeed after 6 months is small.It is particularly important to develop interventions to promote breastfeeding in mothers of twin infants.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Μητρικός θηλασμός, Δίδυμη κύηση, Έναρξη, Διακοπή, Περιγεννητικοί Παράγοντες

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Breastfeeding,Twin Pregnancy, Initiation, Cessation, Perinatal Factors

Αριθμός σελίδων

59

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

46

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Dhima Florenca Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

07/07/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Βασιλική Συριοπούλου, Ομότιμη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Mαρία Γ. Κανάριου, Παιδίατρος, Διευθύντρια Τμήματος Παιδιατρικής Ανοσολογίας ΙΑΣΩ ΠΑΙΔΩΝ

Πρωτότυπος Τίτλος

Έλεγχος της Τ-Κυτταρικής Ανοσίας με τη δοκιμασία QuantiFERON SARS-CoV-2 σε άτομα που εμβολιάστηκαν με 3 δόσεις του BNT162b2 εμβολίου ή/και νόσησαν από τον ιό SARS-CoV-2

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Evaluation of T-cell responses with the QuantiFERON SARS-CoV-2 assay in individuals with 3 doses of BNT162b2 vaccine, SARS-CoV-2 infection, or hybrid immunity

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η κυτταρική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 μετά από νόσο COVID-19 ή SARS-CoV-2 εμβολιασμό ενδέχεται να είναι σημαντική για την μακροπρόθεσμη προστασία έναντι της σοβαρής νόσου COVID-19.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της κυτταρικής ανοσιακής απάντησης μετά από λοίμωξη ή/και εμβολιασμό για τη νόσο COVID-19 με μια δοκιμασία απελευθέρωσης Ιντερφερόνης-γ και η συσχέτιση της με την χυμική ανοσιακή απάντηση.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Συμπεριλήφθηκαν παιδιά και ενήλικες, που ανάρρωσαν ή/και εμβολιάστηκαν για τη νόσο COVID-19. Ελήφθησαν δείγματα ολικού αίματος σε ηπαρίνη για τον προσδιορισμό της κυτταρικής ανοσιακής απάντησης με την δοκιμασία QuantiFERON SARS-CoV-2 (QFN), μέσω ανίχνευσης της Ιντερφερόνης-γ που παράγεται από τα CD4+ και τα CD8+ Τ-λεμφοκύτταρα ως απάντηση σε αντιγόνα (Ag) του ιού. Το Ag1 διεγείρει την παραγωγή Ιντερφερόνης-γ από τα CD4+ Τ-λεμφοκύτταρα και το Ag2 από τα CD4+ και CD8+ Τ-λεμφοκύτταρα. Παράλληλα, ελήφθησαν δείγματα ορού για την μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης ακίδας και της νουκλεοκαψιδικής πρωτεΐνης του SARS-CoV-2 καθώς και για τον προσδιορισμό της εξουδετερωτική ικανότητας των αντισωμάτων έναντι του wild type και της παραλλαγής Β.1.1.529.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Συμπεριλήφθηκαν 41 συμμετέχοντες: ανεμβολίαστα παιδιά (6/41) και ενήλικες (5/41) με ιστορικό νόσου COVID-19, εμβολιασμένοι ενήλικες (16/41) και εμβολιασμένοι ενήλικες με ιστορικό νόσου COVID-19 (14/41). Όλοι οι ενήλικες έλαβαν τρεις δόσεις του εμβολίου BNΤ162b2 6,2-10,9 μήνες πριν από την ένταξη τους στην μελέτη. Όλοι οι ανεμβολίαστοι συμμετέχοντες βρέθηκαν αρνητικοί με τη δοκιμασία QFN. Αντίθετα, το 50% (8/16) των εμβολιασμένων ενήλικων και το 57,1% (8/14) των ενήλικων με υβριδική ανοσία ήταν θετικοί στη δοκιμασία QFN. Από τους συμμετέχοντες που βρέθηκαν θετικοί, θετική απάντηση στο Ag1 και στο Ag2 ανιχνεύθηκε στο 68,8% και 87,5% των ασθενών αντίστοιχα, ενώ το 56,3% (9/16) ήταν θετικοί και στα δύο αντιγόνα. Οι τιμές της Ιντερφερόνης-γ στο Ag1 είχαν θετική συσχέτιση με τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης ακίδας (P<0,001) και των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του wild type (P=0,039), ενώ δεν βρέθηκε συσχέτιση με τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι της παραλλαγής Β.1.1.529 (P=0,09). Οι τιμές της Ιντερφερόνης-γ στο Ag2 είχαν θετική συσχέτιση με τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης ακίδας (P=0,009).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: H δοκιμασία QuantiFERON SARS-CoV-2 δεν εντόπισε ειδική Τ-κυτταρική ανοσολογική απάντηση σε άτομα με ιστορικό νόσου COVID-19 που δεν έλαβαν το εμβόλιο BNΤ162b2 και σε ένα σημαντικό ποσοστό των εμβολιασμένων. Περαιτέρω συγκριτικές μελέτες με διαφορετικές ανοσολογικές δοκιμασίες είναι απαραίτητες για να αποσαφηνιστεί εάν η χαμηλή θετικότητα της δοκιμασίας οφείλεται στην μείωση της ανοσίας έναντι του ιού με την πάροδο του χρόνου ή στην χαμηλή ευαισθησία της μεθόδου.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Cellular immunity after SARS-CoV-2 infection or immunization may be important for long-lasting protection against severe COVID-19 disease.

AIM: The aim of this study was the evaluation of cellular immune response after SARS-C0V-2 infection and/or vaccination with the use of an interferon (IFN)-γ release assay and its correlation with humoral immunity.

METHODOLOGY: Children and adults with a history of SARS-COV-2 infection and/or vaccination were recruited in the study. Heparinized blood samples were obtained for the assessment of cellular immunity with QuantiFERON SARS-Cov-2. The assay detects the release of IFN-γ from CD4+ και CD8+ T-cells, after stimulation with SARS-Cov-2 antigens (Ag). Ag1 stimulates IFN-γ production from CD4+ T-cells and Ag2 from CD4+ and CD8+ T-cells. In parallel, serum samples were obtained for the measurement of SARS-CoV-2 antibodies against Nucleocapsid, antibodies against Spike and Neutralizing antibodies against SARS-CoV-2 wild type and Β.1.1.529 variant.

RESULTS: In the study, 41 participants were enrolled: unvaccinated convalescent children (6/41) και adults (5/41), vaccinated adults (16/41) and vaccinated convalescent adults (14/41). All vaccinated adults had received three doses of the BNT162b2 COVID-19 vaccine at 6.2-10.9 months prior to their inclusion to the study. All the unvaccinated participants were tested negative with QFN. Regarding the vaccinated population, 50% (8/16) of the vaccinated uninfected adults and 57.1% (8/14) of the vaccinated convalescent adults were tested positive. Among the QFN positive individuals, a reactive response to antigen (Ag) 1 and to Ag2), was detected in 68.8% (11/16) and 87.5% (14/16) respectively, while 56.3% (9/16) had a reactive response to both antigens. Additionally, Ag1 IFN-γ values correlated positively with antibodies against Spike (P<0.001) and neutralizing antibodies against wild type (P=0.039) levels, but not with neutralizing antibodies against Β.1.1.529 variant (P=0.09). Ag2 IFN-γ values correlated positively with antibodies against Spike levels (P=0.009).

CONCLUSIONS: The SARS-CoV-2 QuantiFERON assay did not detect T-cell responses in unvaccinated COVID-19 convalescent individuals and in a significant number of vaccinated individuals with BNΤ162b2 SARS-CoV-2 mRNA vaccine. Further comparative studies with different immunology assays are required to elucidate whether this is the result of waning immunity or low sensitivity of the assay.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
SARS-CoV-2, Κυτταρική ανοσία, QuantiFERON, BNΤ162b2 εμβόλιο

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
SARS-CoV-2, Cellular immunity, QuantiFERON, BNΤ162b2 vaccine

Αριθμός σελίδων

73

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

72

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Dourdouna Maria Myrto Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

07/06/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Παναγιώτα Περβανίδου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αργύρης Ντινόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης και ψυχιατρικές διαταραχές: συστηματική ανασκόπηση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Intrauterine growth restriction and psychiatric disorders: a systematic review

Περίληψη

Ελληνικά:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Σύμφωνα με την υπόθεση των αναπτυξιακών απαρχών της υγείας και της νόσου [developmental origins of health and disease hypothesis (DΟHaD)], καθώς και του εμβρυικού προγραμματισμού (prenatal programming), αλλαγές στο ενδομήτριο περιβάλλον σε κρίσιμες περιόδους της οργανογένεσης επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων παθήσεων, μεταξύ αυτών και των ψυχιατρικών παθήσεων.

ΣΚΟΠΟΣ: Πρωταρχικός σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι η ανάλυση της βιβλιογραφίας που μελετά τη σχέση μεταξύ των διαταραχών της ενδομήτριας αύξησης και της ψυχικής υγείας του απογόνου και δευτερευόντως η μελέτη των πιθανών συγχυτικών παραγόντων που εμπλέκονται στην παραπάνω σχέση.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σύμφωνα με τη διακήρυξη PRISMA για την αναζήτηση ερευνών που μελετούσαν συμπτώματα ή παθήσεις της ψυχικής υγείας ατόμων που γεννήθηκαν με διαταραχή της ενδομήτριας αύξησης. Η αναζήτηση έγινε στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων PubMed, Scopus, Embase και Cochrane Collaboration και αφορούσε σε μελέτες που δημοσιεύτηκαν έως και τον Δεκέμβριο του 2019.Στην ανασκόπηση συμπεριελήφθησαν πρωτότυπες μελέτες που δημοσιεύτηκαν στην αγγλική γλώσσα και αφορούσαν όλες τις ηλικιακές ομάδες.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: 17 δημοσιευμένες μελέτες πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης: (n=2) αφορούσαν τη σχιζοφρένεια, (n=1) τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, (n=2) τις διαταραχές του συναισθήματος, (n=1) τη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, (n=1) την αυτοκτονικότητα, (n=4) τα προβλήματα εσωτερίκευσης/εξωτερίκευσης και (n=7) την ψυχική υγεία συνολικά. Βρέθηκε συσχέτιση με τη ψυχική υγεία (n=6/7) ,τη σχιζοφρένεια (n= 2/2) ,την γενικευμένη αγχώδη διαταραχή (n=1/1),τις διαταραχές του συναισθήματος (n= 2/2), την απόπειρα αυτοκτονίας (n=1/1) όχι όμως την εκτέλεση αυτοκτονίας, τις διαταραχές πρόσληψης τροφής (n=1/1), τα προβλήματα εσωτερίκευσης (n=3/4), ενώ αντικρουόμενα ήταν τα αποτελέσματα που αφορούσαν τα προβλήματα εξωτερίκευσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν συσχέτιση μεταξύ ψυχιατρικών νοσημάτων και διαταραχών της ενδομήτριας αύξησης. Η σχέση αυτή περιπλέκεται από τη μεσολάβηση πολλών γεννητικών, περιγεννητικών, επιγενετικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων. Περισσότερες μελέτες με μεγαλύτερα δείγματα και κοινό τρόπο σχεδιασμού είναι απαραίτητες για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: According to the developmental origins of health and disease hypothesis (DOHaD) and fetal programming, changes in the intrauterine environment at critical periods of organogenesis affect the risk of developing chronic diseases, including psychiatric disorders.

AIM: The primary aim of this systematic review was to evaluate the potential correlation between abnormal fetal growth and offspring’s mental health and secondarily to study possible confounding factors.

METHODOLOGY: TA systematic review of the literature was carried out, according to the PRISMA Statement. We searched studies assessing symptoms or disorders of mental health of people born with abnormal fetal growth. The search was conducted in the electronic databases PubMed, Scopus, Embase and Cochrane Collaboration and included studies published up to December 2019. Original studies published in English, without age restrictions were included in the systematic review.

RESULTS: 17 published studies met the inclusion criteria: (n = 2) related to schizophrenia, (n = 1) eating disorders, (n = 2) depression, (n = 1) generalized anxiety disorder, (n = 1) suicide ideation, (n=4) internalizing/externalizing problems and (n = 7) mental health in general. A correlation was found with mental health in 6/7 studies, schizophrenia (n = 2/2), generalized anxiety disorder (n = 1/1), depression (n = 2/2), suicide attempt (n = 1/1) but not for completed suicide, eating disorders (n = 1/1), internalizing problems (n = 3/4), while the results concerning externalizing problems were contradictory.

CONCLUSIONS: Findings of this systematic review support an association between abnormal fetal growth and psychiatric disorders. However, several genetic, perinatal, epigenetic, environmental and social confounding factors are implicated in this relationship. More studies with larger samples and similar design methods are necessary to draw safe conclusions.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Υπόθεση των αναπτυξιακών απαρχών της υγείας και της νόσου, Ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση, Μικρό για την ηλικία κύησης νεογνό, Μεγάλο για την ηλικία κύησης νεογνό, Ψυχική υγεία, Ψυχικές διαταραχές

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Developmental origins of health and disease hypothesis, Intrauterine growth restriction, Small for gestational age, Large for gestational age, Mental health, Psychiatric disorders

Αριθμός σελίδων

118

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

205

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 02/12/2023

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Υπό δημοσίευση στο Περιοδικό “Περιγεννητική Ιατρική και Νεογνολογία”

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

04/07/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Γεώργιος Παλτόγλου, Ακαδημαϊκός υπότροφος, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Επίδραση της Βισφαινόλης Α στη θυρεοειδική λειτουργία κατά την νεογνική, παιδική και εφηβική ηλικία: Συστηματική Ανασκόπηση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The Impact of Bisphenol A on thyroid function in neonates and children: A Systematic Review of the Literature

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η Βισφαινόλη Α (BPA) είναι ένας ενδοκρινικός διαταράκτης που χρησιμοποιείται ευρέως σε πλαστικά προϊόντα και μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση σε διάφορες φυσιολογικές λειτουργίες στα παιδιά.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι να συνοψίσει την τρέχουσα γνώση για την επίδραση των συγκεντρώσεων της BPA στη λειτουργία του θυρεοειδούς σε νεογνά, παιδιά και εφήβους.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων Medline, Scopus, Clinical Trials.gov, Cochrane Central Register of Controlled Trials CENTRAL και Google Scholar, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του πρωτοκόλου PRISMA για συστηματικές ανασκοπήσεις (Preferred Reporting Items for Systematic Reviews and Meta-Analyses). Συμπεριλήφθηκαν μόνο μελέτες ασθενών-μαρτύρων, συγχρονικές και μελέτες κοόρτης που αξιολόγησαν τη σχέση μεταξύ της βισφαινόλης Α και της λειτουργίας του θυρεοειδούς σε νεογνά και παιδιά ηλικίας μικρότερης των 18 ετών. Αρχικά, αξιολογήθηκαν 102 άρθρα, τα οποία περιορίστηκαν σε 73 άρθρα μετά τον αποκλεισμό των διπλότυπων. Συνολικά 73 άρθρα αξιολογήθηκαν από δύο ανεξάρτητους ερευνητές με βάση τον τίτλο/περίληψη και τα προκαθορισμένα κριτήρια ένταξης και αποκλεισμού. Σύμφωνα με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιλέχθηκαν 18 άρθρα πλήρους κειμένου για περαιτέρω αξιολόγηση. Τελικά, στην παρούσα συστηματική ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν 12 άρθρα πλήρους κειμένου.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Οι συμπεριληφθέντες μελέτες προσφέρουν δεδομένα που υποδηλώνουν αρνητική συσχέτιση των συγκεντρώσεων BPA με την TSH στα παιδιά, έναν εξαρτώμενο από το φύλο τρόπο δράσης και μια πιθανή επίδραση στην ομαλή νευροανάπτυξη. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι ασαφή σε σχέση με συγκεκριμένες συγκεντρώσεις θυρεοειδικών ορμονών και την επίδραση στην αυτοανοσία του θυρεοειδούς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η πιθανή αρνητική επίδραση της BPA στον αναπτυσσόμενο θυρεοειδή αδένα των παιδιών που μπορεί να επηρεάσει την ομαλή νευροανάπτυξη, υποδηλώνει την ανάγκη σχεδιασμού μελετών που θα αποσαφηνίζουν τους υποκείμενους μηχανισμούς και τις επιδράσεις της BPA στη λειτουργία του θυρεοειδούς κατά την πρώιμη ζωή.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Bisphenol A (BPA) is an endocrine-disrupting chemical widely used in plastic products that may have an adverse effect on several physiologic functions in children.

AIM: The aim of this systematic review is to summarize the current knowledge on the impact of BPA concentrations on thyroid function in neonates, children, and adolescents.

METHODOLOGY: Α systematic search of Medline, Scopus, Clinical Trials.gov, Cochrane Central Register of Controlled Trials CENTRAL, and Google Scholar databases according to PRISMA guidelines was performed. Only case–control, cross-sectional, and cohort studies that assessed the relationship between Bisphenol A and thyroid function in neonates and children aged <18 years were included. Initially, 102 articles were assessed, which were restricted to 73 articles after exclusion of duplicates. A total of 73 articles were assessed by two independent researchers based on the title/abstract and the predetermined inclusion and exclusion criteria. According to the eligibility criteria, 18 full-text articles were selected for further assessment. Finally, 12 full-text articles were included in the present systematic review.

RESULTS: The presented studies offer data that suggest a negative correlation of BPA concentrations with TSH in children, a gender-specific manner of action, and a potential effect on proper neurodevelopment. However, the results are inconclusive with respect to specific thyroid hormone concentrations and the effect on thyroid autoimmunity.

CONCLUSIONS: The potential negative effect of BPA in the developing thyroid gland of children that may affect proper neurodevelopment, suggesting the need to focus future research on designing studies that elucidate the underlying mechanisms and the effects of BPA in thyroid function in early life.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Βισφαινόλη, Παιδιατρική, Νεογνό, Τ4, Τ3

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Bisphenol, Pediatric, Infants, T4, Τ3

Αριθμός σελίδων

82

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

222

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Koutaki Diamanto Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

09/01/2023

Έτος εκπόνησης

2022

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Βασιλική Σπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Καδίτης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Αποτελεσματικότητα του εμβολίου της γρίπης στα παιδιά. Συστηματική ανασκόπηση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Effectiveness of influenza vaccine in children. A systematic review

Περίληψη

Ελληνικά:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ιός της γρίπης είναι σημαντικό αίτιο θνητότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε την αποτελεσματικότητα (VE %) του εμβολίου της γρίπης σε παιδιά ηλικίας 0-17 ετών σε όλες τις ηπείρους το χρονικό διάστημα 2009-2020.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση (2009-2020) στις βάσεις δεδομένων PubMed, Scopus, Cochrane. Οι λίστες αναφοράς  επιλεγμένων άρθρων εξετάστηκαν για τον εντοπισμό πρόσθετων μελετών. Οι μελέτες κοόρτης, οι μελέτες ασθενών/μάρτυρες, οι συγχρονικές μελέτες και οι συστηματικές ανασκοπήσεις ήταν επιλέξιμες για συμπερίληψη. Τα δεδομένα επιλέχθηκαν για τα ακόλουθα κριτήρια: ηλικία 0-17 ετών, αποτελεσματικότητα εμβολίου (VE%). Η ποιότητα της μελέτης αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Preferred Reporting Items for Systematic Review and Meta-analysis (PRISMA). Η επιλογή της μελέτης και η αξιολόγηση ποιότητας διενεργήθηκαν από ανεξάρτητους ερευνητές. Μοντέλα σταθερού ή τυχαίου αποτελέσματος, κατά περίπτωση, χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνθεση δεδομένων.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα δεδομένα αποτελεσματικότητας του εμβολίου ήταν διαθέσιμα από 48 επιλέξιμες μελέτες. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου κυμαινόταν μεταξύ 3% – 93,5%, με 31 μελέτες να καταλήγουν σε ποσοστά αποτελεσματικότητας >50% και 2 μελέτες να βρήκαν αρνητικά αποτελέσματα. Οι αναλυόμενες μελέτες προέρχονται από την Ασία (39,9%), τις ΗΠΑ (35,4%), την Ευρώπη (18,8%) και την Ωκεανία (6,3%). Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων (VE%) κατά τη δεκαετία 2009-2019 ήταν σε: Ασία: 46,7%(95%CI 33,2-58,4), ΗΠΑ: 56,7%(95%CI 50,6 -62,7%), Ευρώπη: 46,2%(95%CI 33,2-59,1)(P-value:0,094). Το VE% σε 3 χρονολογικές περιόδους ήταν: (2009-2012): 66,8%,(95%CI 57,9-75,6%), (2013-2016) 43,3%(95%CI 34, 9-51,7% και (2017-2019):51,5%(95%CI 45,3-57,8%),(P-value:0,003).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου σε παιδιά και εφήβους, αν και όχι πολύ υψηλή, ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τη χρονολογική περίοδο. Κατά την περίοδο 2009-2012 βρέθηκε η καλύτερη αποτελεσματικότητα του εμβολίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
BACKGROUND: Influenza is common cause of mortality and morbidity in children worldwide. We aimed to investigate the effectiveness (VE %) of the flu vaccine in children aged 0-17 years on all continents between 2009-2020.

METHODΟLOGY: A systematic search (2009-2020) was conducted in PubMed, Scopus, Cochrane databases. Reference lists of selected articles were screened to identify additional studies. Cohort studies, patient / control studies, cross-sectional studies, and systematic reviews were eligible for inclusion. Data were selected for the following criteria: age 0-17years, vaccine effectiveness (VE%). Study quality was evaluated using the Preferred Reporting Items for Systematic Review and Meta-analysis (PRISMA). Study selection and quality assessment were conducted by independent researchers. Fixed- or random-effect models, as appropriate, were used to synthesize data.

RESULTS: Vaccine effectiveness data were available from 48 eligible studies. Vaccine effectiveness ranged between 3% – 93,5%, with 31 studies ending up in efficacy rates >50% and 2 studies finding negative result. Analyzed studies come from Asia (39,9%), USA (35,4%), Europe (18,8%) and Oceania (6,3%). Vaccines effectiveness (VE%) through the decade 2009-2019 was in: Asia: 46,7%(95%CI 33,2-58,4%), USA: 56,7%(95%CI 50,6-62,7%), Europe: 46,2%(95%CI 33,2-59,1%)(P-value:0.094). VE% in 3 chronological periods was: (2009-2012): 66,8%,(95%CI 57,9-75,6%), (2013-2016) 43,3%(95%CI 34,9-51,7% and (2017-2019):51,5%(95%CI 45,3-57,8%),(P-value:0.003).

CONCLUSIONS: Influenza vaccine effectiveness in children and adolescents, although not very high, varied depending on the geographical area and chronological period. During 2009-2012 was found the best vaccine effectiveness throughout the decade.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Εμβόλιο, Αποτελεσματικότητα, Παιδιά

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Inluenza, Effectiveness, Children, Vaccines, Vaccination

Αριθμός σελίδων

88

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

154

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Lazarou_Chrysanthi_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

31/03/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ιωάννης Κουτελέκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Φλώρα Μπακοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αφροδίτη Ζαρταλούδη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Πρωτότυπος Τίτλος

Ψυχολογικές επιπτώσεις παιδιών και εφήβων σε περίοδο Covid-19

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Psychological effects of children and adolescents in the period of Covid-19

Περίληψη

Ελληνικά:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τα παιδιά και οι έφηβοι ανήκουν στις ομάδες πληθυσμού που επηρεάστηκαν περισσότερο σε ψυχικό, κοινωνικό και σωματικό επίπεδο, λόγω της έλευσης της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και την ασφάλεια των πολιτών. Η πανδημία και η καραντίνα, με τα περιοριστικά μέτρα που κάθε φορά εφαρμόστηκαν, επηρεάζει την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, τη συμπεριφορά, τη σχολική ζωή, τις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αναδείξει τις ψυχολογικές επιπτώσεις των παιδιών και των εφήβων σε περίοδο Covid-19 μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συγχρονική, περιγραφική μελέτη με τη χρήση κατάλληλου εργαλείου μέτρησης, με δείγμα ευκολίας. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε νοσοκομείο της Ελλάδος μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 2021. Το δείγμα αποτέλεσαν 100 παιδιά και έφηβοι της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19. Δημιουργήθηκε νέο ερωτηματολόγιο που σχεδιάστηκε εξ’ υπαρχής (ab initio) με έξι εννοιολογικές κατασκευές που αναφέρονταν: στις ανησυχίες, στις αντιλήψεις που είχαν τα παιδιά και οι έφηβοι για το πως τους αντιμετωπίζουν οι γονείς τους, στις συναισθηματικές δυσκολίες, στις στρατηγικές αντιμετώπισης, στην εικόνα σώματος, στην πεποίθηση των παιδιών και των εφήβων για το κατά πόσο η ζωή συνεχίζεται αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας. Χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο IBM® SPSS® Statistics Version 21. Πραγματοποιήθηκε ανάλυση κυρίων συνιστωσών καθώς και πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση. Ως κατώφλι στατιστικής σημαντικότητας, όταν δεν ορίζεται διαφορετικά, θεωρήθηκε η τιμή p< 0,05.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Σχεδόν το 60% των συμμετεχόντων ήταν κορίτσια. Πάνω από το 80% των συμμετεχόντων παιδιών και εφήβων διέμεναν σε αστική περιοχή του Νομού Τρικάλων. Οι μισοί (50%) ήταν ηλικίας 12 ετών και άνω. Προέκυψαν πέντε από τους έξι παράγοντες: ανησυχίες παιδιών και εφήβων αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19 με Συντελεστή άλφα (α) Cronbach= 0,79, αντιλήψεις των παιδιών και των εφήβων, με συντελεστή άλφα (α) Cronbach= 0,68, συναισθηματικές δυσκολίες με Συντελεστή άλφα (α) Cronbach= 0,75, στρατηγικές αντιμετώπισης με Συντελεστή άλφα (α) Cronbach= 0,70, πεποίθηση των παιδιών και των εφήβων για το κατά πόσο η ζωή συνεχίζεται αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας με Συντελεστή άλφα (α) Cronbach= 0,60. Από την στατιστική ανάλυση προέκυψαν ότι τα παιδιά και οι έφηβοι ανησυχούν στατιστικά σημαντικά (p= 0,008) περισσότερο για την υγεία των δικών τους ανθρώπων όταν είναι μόνοι τους και δεν έχουν να μοιραστούν με κάποιον τις ανησυχίες τους, η μεγαλύτερη επιθυμία που έχουν τα παιδιά και οι έφηβοι να μάθουν πράγματα για την COVID-19 επηρεάζεται με θετικό πρόσημο στατιστικά σημαντικά (p= 0,009) από το αν υπήρξε κάποιο οικείο τους πρόσωπο που αρρώστησε από τον πανδημικό SARS-CoV-2, τα παιδιά και οι έφηβοι που μένουν μαζί με τους δυο γονείς τους θεωρούν στατιστικά σημαντικά περισσότερο (p= 0,001) ότι οι γονείς τους έχουν γίνει λιγότερο αυστηροί μαζί τους αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19, τα παιδιά και οι έφηβοι που μένουν μαζί με τους δυο γονείς τους θεωρούν στατιστικά σημαντικά περισσότερο (p= 0,013) ότι οι γονείς τους τους φροντίζουν περισσότερο αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19, τα παιδιά και οι έφηβοι που θέλουν να μάθουν περισσότερα για την πανδημία COVID-19 (p= 0,016) και οι γονείς τους είναι λιγότερο αυστηροί μαζί τους (p= 0,006) αναμένουν τη ζωή τους να επιστρέψει σε μια κανονικότητα αμέσως μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας COVID-19.Μετά την άρση των περιορισμών λόγω πανδημίας, η πεποίθηση των παιδιών και των εφήβων ότι μαζί με τους φίλους θα προχωρήσουν στη ζωή, δυναμώνει στατιστικά σημαντικά από το κατά πόσο έχουν επιβαρυνθεί λιγότερο συναισθηματικά (p= 0,024) και από το κατά πόσο αντιμετωπίζουν θετικότερα την καθημερινότητά τους (p< 0,001).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην συστηματική εκπαίδευση θεμάτων που αφορούν την ψυχική υγεία καθώς και να ιδρυθούν συμβουλευτικές υποστηρικτικές δομές για παιδιά, εφήβους που να προάγουν την γενικότερη ευεξία τους αλλά και των οικογενειών τους.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
BACKGROUND: Children and adolescents belong to the population groups that were most affected at a mental, social and physical level, due to the advent of the pandemic and the restrictive measures implemented to safeguard public health and the safety of citizens. The pandemic and quarantine, with the restrictive measures applied each time, affects their psychosocial development, behaviour, school life, family and friendships.

AIM: The purpose of this study was to highlight the psychological impact of children and adolescents in Covid-19 after the lifting of restrictions due to pandemic COVID-19.

METHODOLOGY: A cross-sectional, descriptive study was conducted using an appropriate measurement tool, with a convenience sample. The study was carried out in a hospital in Greece between June and August 2021. The sample consisted of 100 children and adolescents of the Trikala Regional Unit immediately after the lifting of restrictions due to the COVID-19 pandemic. A new questionnaire was created that was designed from the beginning (ab initio) with six conceptual constructs that referred to: concerns, perceptions that children and adolescents had about how their parents treat them, emotional difficulties, coping strategies, image body, in the belief of children and adolescents about whether life continues immediately after the lifting of restrictions due to a pandemic. The statistical package IBM® SPSS® Statistics Version 21 was used. Principal component analysis as well as multiple linear regression were performed. A p value < 0.05 was considered as the threshold for statistical significance, when not specified otherwise.

RESULTS: Almost 60% of the participants were girls. Over 80% of the participating children and adolescents lived in an urban area of Trikala Prefecture. Half (50%) were aged 12 or over. Five of the six factors emerged: concerns of children and adolescents immediately after the lifting of restrictions due to the COVID-19 pandemic with Cronbach’s alpha coefficient (α) = 0.79, perceptions of children and adolescents, with Cronbach’s alpha coefficient (α) = 0 .68, emotional difficulties with Coefficient alpha (α) Cronbach= 0.75, coping strategies with Coefficient alpha (α) Cronbach= 0.70, belief of children and adolescents about whether life continues immediately after the removal of restrictions due to pandemic with Coefficient alpha (α) Cronbach= 0.60. The statistical analysis showed that children and adolescents worry statistically significantly (p= 0.008) more about the health of their own people when they are alone and do not have someone to share their worries with, the greatest desire that children and teenagers to learn things about COVID-19 is positively affected statistically significantly (p=0.009) by whether there was someone close to them who got sick from the SARS-CoV-2 pandemic, the children and teenagers who live with them two of their parents consider statistically significantly more (p= 0.001) that their parents have become less strict with them immediately after the lifting of restrictions due to the COVID-19 pandemic, children and adolescents who live with both parents consider statistically significantly more (p= 0.013) that their parents care for them more immediately after the lifting of restrictions due to the COVID19 pandemic, children and adolescents who want to learn more about the COVID-19 pandemic (p= 0.016) and their parents are less strict with them (p= 0.006) expect their lives to return to a normality immediately after the obviation of restrictions due to the COVID-19 pandemic. After the lifting of restrictions due to pandemic, children and adolescents’ belief that together with friends they will move on in life,is statistically significantly strengthened by whether they are less emotionally burdened (p= 0.024) and by whether they are more positive about their daily life (p< 0.001).

CONCLUSIONS: Emphasis needs to be placed on the systematic education of issues related to mental health as well as the establishment of advisory support structures for children, adolescents to promote their general well-being and that of their families.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Πανδημία, Ψυχική υγεία, Ψυχολογικές επιπτώσεις, Οικογένεια, Γονείς, Άγχος, Θυμός, Κατάθλιψη

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Children, Adolescents, Pandemic, Mental health, Psychological effects, Stress, Anger, Depression

Αριθμός σελίδων

119

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

223

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 10/10/2023

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Υπό δημοσίευση στο Περιοδικό “Περιεγχειρητική Νοσηλευτική”

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

24/12/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Eυαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Eλένη Τσιτσάμη, Ακαδημαϊκή Υπότροφος, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Ταξινόμηση της Παιδιατρικής Αρθρίτιδας: υπάρχουσα γνώση και ανάγκη θέσπισης νέων κριτηρίων κατηγοριοποίησης

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Classification of Juvenile Arthritis: existing knowledge and need of new classification criteria

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΝΙΑ αποτελεί μια κλινικά ετερογενή ομάδα από αρθρίτιδες. Οι περισσότερες μορφές της παρουσιάζουν κλινικές και γενετικές ομοιότητες με την αρθρίτιδα των ενηλίκων αλλά υπάρχουν μορφές που περιορίζονται στον παιδιατρικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό, έχει θεσπιστεί ο όρος «ΝΙΑ» υποδηλώνοντας τη διαφοροποίηση της αρθρίτιδας των παιδιών από αυτή των ενηλίκων. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη στην έρευνα, βρέθηκαν περιορισμοί σε αυτή την προσέγγιση, καθιστώντας αναγκαία την αναθεώρηση της ταξινόμησης της ΝΙΑ, η οποία θα βασίζεται στη βιολογική προσέγγιση της νόσου.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης είναι η παρουσίαση των κριτηρίων ταξινόμησης της ΝΙΑ κατά ILAR, η εστίαση στα ελαττώματα και περιορισμούς αυτή της ταξινόμησης, η περιγραφή της παθογένειας της ΝΙΑ και η συνολική παρουσίαση των έως τώρα δεδομένων για τη νέα ταξινόμηση η οποία βασίζεται στη βιολογία της νόσου.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση (2007-2021) στις βάσεις δεδομένων Pubmed και Scopus. Συμπεριλήφθηκαν αναδρομικές μελέτες και η αναζήτηση έγινε με τον εξής αλγόριθμο: (“classification”) (“ταξινόμηση”) AND (ΚΑΙ) (“juvenile idiopathic arthritis” OR “childhood arthritis” OR “JIA”)(“νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα” Ή “παιδιατρική αρθρίτιδα” Ή “ΝΙΑ”) AND (ΚΑΙ) (“ILAR”) AND (ΚΑΙ) (“PRINTO”). Τα κριτήρια αποκλεισμού των άρθρων για συμπερίληψη στην παρούσα ανασκόπηση ήταν τα εξής: (1) τίτλος ή περιεχόμενο μη σχετικά με το προς αναζήτηση αντικείμενο, (2) τύπος μελετών: προοπτικές και μελέτες ασθενών- μαρτύρων, (3) μελέτες με ιδιαίτερα μικρή βιβλιογραφία και (4) μελέτες εκτός του χρονικού διαστήματος που έχουμε ορίσει. Η ποιότητα της ανασκόπησης αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Preferred Reporting Items for Systematic Review and Meta-analysis (PRISMA). Η επιλογή των μελετών και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων έγιναν από δυο ανεξάρτητους ερευνητές.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από την ηλεκτρονική αναζήτηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, προέκυψαν 90 μελέτες. Εξ’ αυτών, 13 άρθρα αφαιρέθηκαν διότι ήταν διπλότυπα, 10 απορρίφθηκαν βάσει τίτλου, 17 άρθρα απορρίφθηκαν ύστερα από την ανάγνωση της περίληψης και 7 μετά την πλήρη ανάγνωση του κειμένου. Τελικά, στην παρούσα ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν 43 μελέτες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Χρειάζεται να θεσπιστούν νέα κριτήρια πάνω στα υπάρχοντα κατά ILAR κριτήρια ταξινόμησης της ΝΙΑ βασισμένα στη βιολογία της νόσου, να ενσωματωθούν στα κριτήρια ενηλίκων και να συμπεριλάβουν την παιδιατρική ρευματολογική κοινότητα όλου του κόσμου. Η παρούσα ανασκόπηση έχει σκοπό την ανάδειξη της αναγκαιότητας των νέων κριτηρίων ταξινόμησης και την παρουσίαση των έως τώρα δεδομένων με σκοπό τη δημιουργία κοινής γλώσσας επικοινωνίας παιδορευματολόγων και ρευματολόγων ενηλίκων που θα προάγει την υγεία των παιδιών με ΝΙΑ. Τα νέα κριτήρια ταξινόμησης πρέπει να οδηγούνται από δεδομένα, βιοδείκτες και την απάντηση των ασθενών στη θεραπεία ώστε να επιτευχθεί μεγιστοποίηση του χρόνου ελεύθερου ή ήπιας νόσου και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των παιδιατρικών ασθενών.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: JIA is a heterogeneous group of arthritis. Most forms exhibit clinical and genetical similarity with adult-onset arthritis but there are also forms which are restricted to children. For this reason, the nomenclature “JIA” has been developed and suggests the distinction between childhood-onset and adult-onset arthritis. Nevertheless, during the course of time and the progress in medicine, we found restrictions in this approach, necessitating a new approach based on the biological nature of JIA.

ΑΙΜ: The aim of this review is to present the ILAR classification criteria of JIA, focus on the restrictions of this classification, describe the pathogenesis of JIA and analyze the current data of the new classification based on disease’s biology.

METHODOLOGY: International bibliography was searched on the electronic bases Pubmed and Scopus. Retrospective cohort studies were included and the search was done with the following key words: (“classification”) AND (“juvenile idiopathic arthritis” OR “childhood arthritis” OR “JIA”) AND (“ILAR”) AND (“PRINTO”). The exclusion criteria of articles were the following: (1) title or text irrelevant with our theme, (2) type of study: prospective study, systematic review, case-control study, (3) studies with restricted bibliography and (4) studies out of time reference. Review quality was evaluated using the Preferred Reporting Items for Systematic Review and Meta-analysis (PRISMA). Studies’ selection and quality assessment were conducted by independent researchers.

RESULTS: From the search of international literature, 90 studies emerged. 13 articles excluded because there were duplicated, 10 were excluded because of their incompatible title, 17 of them were excluded after reading their abstract and 7 of them were excluded after reading the full text. After all, 43 articles were included in this review.

CONCLUSION: New criteria based on disease’s biology should be applied on the current ILAR classification criteria of JIA, be incorporated in adults’ criteria, in order to include the International Pediatric Rheumatology society. This review aims to present the necessity and current data of the new classification system so that rheumatologists and Pedo- rheumatologists will share a common language. This approach will advance children’s health. The new classification system should be drived by data, biomarkers and the response of patients to therapy so that the remission time will be maximized and the quality of children’s life will be upgraded.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ταξινόμηση, Παιδιατρική αρθρίτιδα, ΝΙΑ, ILAR, PRINTO

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Classification, Juvenile arthritis, JIA, ILAR, PRINTO

Αριθμός σελίδων

70

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

43

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 28/12/2025

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Υπό Δημοσίευση στο Δελτίο Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

13/04/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Κυριακή Καραβανάκη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Παρασκευή Ζώση, Διευθύντρια ΕΣΥ, Γ.Ν. Νίκαιας-Πειραιά “Αγ. Παντελεήμων”

Πρωτότυπος Τίτλος

Η επίδραση της χορήγησης ανασυνδυασμένης αυξητικής ορμόνης rhGH στο γλυκαιμικό προφίλ παιδιατρικών ασθενών με χαμηλό ανάστημα λόγω πλήρους ή μερικής ανεπάρκειας αυξητικής ορμόνης σε σχέση με το χρόνο θεραπείας

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The effect of recombinant growth hormone rhGH on the glycemic profile of pediatric patients with short stature due to growth hormone deficiency or insufficiency in relation to the duration of treatment

Περίληψη

Ελληνικά:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η δράση της GH ανταγωνίζεται την δράση της ινσουλίνης μέσω αύξησης της ηπατικής γλυκονεογένεσης και ανάπτυξης αντίστασης στην ινσουλίνη στους περιφερικούς ιστούς. Η εμφάνιση αυξημένου κινδύνου για προδιαβήτη ή διαβήτη στα παιδιά υπό αγωγή με GH δεν έχει αποσαφηνιστεί. Είναι λοιπόν απαραίτητο κατά τη διάρκεια της θεραπείας με rhGH να γίνεται έλεγχος του γλυκαιμικού προφίλ των ασθενών. Διαταραχή του γλυκαιμικού προφίλ μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: άρρεν φύλο, γλυκόζη και ινσουλίνη νηστείας,HDL,συστολική αρτηριακή πίεση,δείκτης μάζας σώματος >25, οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS),έλλειψη ύπνου.

ΣΚΟΠΟΣ: Πρωτογενής σκοπός της παρούσας μελέτης αποτελεί η διερεύνηση της επίδρασης της θεραπείας με rhGH σε παιδιατρικούς ασθενείς με χαμηλό ανάστημα, λόγω μερικής ή πλήρους έλλειψης αυξητικής ορμόνης, όσον αφορά το γλυκαιμικό προφίλ. Δευτερογενής σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αναγνώριση χαρακτηριστικών, τα οποία οδηγούν σε διαταραχές του γλυκαιμικού προφίλ των ασθενών, οι οποίοι βρίσκονται υπό θεραπεία με rhGH.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Η παρούσα μελέτη είναι μία αναδρομική, διαμήκης μελέτη παρατήρησης (longitudinal), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά ‘Ο Άγιος Παντελεήμων’, με στοιχεία από το αρχείο της κλινικά υπεύθυνης κας Ζώση Παρασκευής, Διευθύντριας Ε.Σ.Υ Παιδιατρικής Κλινικής. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην παραπάνω κλινική από την 1η Ιουνίου 2019 έως και 1η Ιουνίου 2020. Η παρούσα μελέτη έχει εγκριθεί από το Επιστημονικό Συμβούλιο του εν λόγω νοσοκομείου, και είναι σύμφωνη με τις οδηγίες του Ελσίνκι για έρευνες σε ανθρώπους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η θεραπεία με rhGH είχε σημαντική επίδραση στη συγκέντρωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c. Η διαφορά μεταξύ έναρξης της θεραπείας και λήξης εμφανίζει μία αύξηση κατά 0,3% (p<0.001). Το διάμεσο ύψος, καθώς και το age-to-height z score (p<0.001) και ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) των παιδιών (p<0.001) αυξήθηκαν σημαντικά στο τέλος της αξιολόγησης, όπως επίσης και την συγκέντρωση της σωματομεδίνης (p<0.001) (ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας) IGF-Ι.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Στους ασθενείς με ανεπάρκεια GH της μελέτης μας που έλαβαν θεραπεία με rhGH αυξήθηκε σημαντικά το ύψος στο τέλος αγωγής, αλλά και την συγκέντρωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε στατιστικά σημαντικό ποσοστό των ασθενών (25%). Οι ασθενείς αυτοί ήταν κυρίως αγόρια, με υψηλότερο τελικό ανάστημα από τα υπόλοιπα. Η χορήγηση της θεραπείας θα πρέπει να εξατομικεύεται και να γίνεται με στενή παρακολούθηση των ενδοκρινολογικών και μεταβολικών παραμέτρων.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The action of GH antagonizes the action of insulin by increasing hepatic gluconeogenesis and developing insulin resistance in peripheral tissues. The occurrence of an increased risk of prediabetes or diabetes in GH-treated children has not been elucidated. It is therefore essential that patients’ glycemic profile be monitored during rhGH therapy. However, the action of GH antagonizes the action of insulin by increasing hepatic gluconeogenesis and developing insulin resistance in the peripheral tissues. This is why during rhGH treatment the glycemic status of patients should be monitored closely. Glycemic profile disorder may occur in patients with the following characteristics: male gender, fasting glucose, HDL, systolic blood pressure, body mass index> 25, family history of diabetes, Polycystic ovary syndrome (PCOS), lack of sleep.

AIM: The primary purpose of the present study was to evaluate the effect of rhGH therapy on children with short stature due to growth hormone deficiency or insufficiency in terms of glycemic profile. A secondary purpose of the present study was to identify features that lead to glycemic profile disorders in patients treated with rhGH.

METHODOLOGY: The present study is a retrospective, longitudinal observation study, which was carried out at the General Hospital of Nikaia-Piraeus ‘AGIOS PANTELEIMON’, with data deriving from the archive of the Endocrinology Clinic of Dr. Zosi Paraskevi, Director of the Department of Pediatrics. The study was carried out in the above clinic from June 1, 2019 until June 1, 2020. The present study was approved by the local Committee on the Ethics of Human Research, and was carried out in accordance with the Helsinki guidelines for research on human subjects.

RESULTS: rhGH had a significant effect on glycosylated hemoglobin HbA1c levels in patients who received treatment. When comparing the mean HbA1c levels between the beginning and the end of hGH treatment, a significant increase of 0.3% was observed (p<0.001). The median height, height to age z-score, the body mass index (BMI) and insulin-like growth factor (IGF-I) concentrations also increased significantly. Among our patients % had blood glucose levels >100 mg/dl at the end of GH treatment, while **% had HbA1c levels >/5.7%. These patients were similar in age with the rest of GH treated patients, were predominantly boys (**% vs **%, p=0.037), with higher final height compared with the rest of the patients (157 vs 148 cm, p=0.008).

CONCLUSIONS: In children treated with rhGH, HbA1c levels increased significantly. Therefore, the administration of the treatment should be individualized and patients should be monitored closely.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ανασυνδυασμένη Αυξητική Ορμόνη, Κοντό ανάστημα, Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Recombinant Growth Hormone, Short Stature, Glycosylated Hemoglobin.

Αριθμός σελίδων

85

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

123

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Chaniotis Stavros Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

6/12/2023

Έτος εκπόνησης

2023

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Φλώρα Mπακοπούλου, Αν. Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Eυαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Καλλιόπη Παπουτσάκη, Eιδική Παιδαγωγός, Ε.ΔΙ.Π, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Προφίλ ορμονών φύλου και θυρεοειδικών ορμονών σε εφήβους με μαθησιακές δυσκολίες

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Sex and thyroid hormones in adolescents with learning difficulties

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία επιβεβαιώνεται η ύπαρξη συσχέτισης των ορμονών του φύλου και των θυρεοειδικών ορμονών με τις νοητικές λειτουργίες. Ανεπαρκή δεδομένα ανευρίσκονται για τις συσχετίσεις των παραπάνω παραγόντων σε εφήβους, αλλά και σχετικά με το αν αυτές συσχετίζονται με μαθησιακές δυσκολίες και το πως αποτυπώνονται στη σχολική επίδοση.

ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα μελέτη αποσκοπούσε στη διερεύνηση τυχόν διαφορών στο προφίλ των ορμονών του φύλου και των θυρεοειδικών ορμονών μεταξύ εφήβων με μαθησιακές δυσκολίες και εφήβων αντίστοιχης ηλικίας και φύλου, χωρίς ιστορικό μαθησιακών δυσκολιών.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: To δείγμα επιλέχθηκε από τη Μονάδα Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Μαθησιακών Δυσκολιών Εφήβων 11-17 ετών του Ειδικού Κέντρου Εφηβικής Ιατρικής, της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής, Ιατρικής Σχολής, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». Πρόκειται για συγχρονική μελέτη, κατά την οποία συλλέχθηκαν δημογραφικά δεδομένα, στοιχεία από το ατομικό ιστορικό, το νοητικό επίπεδο, επίπεδα ορμονών φύλου και θυρεοειδικών ορμονών. Πραγματοποιήθηκε επεξεργασία των παραπάνω δεδομένων με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS, v26. ώστε να ανευρεθούν πιθανές συσχετίσεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στην παρούσα μελέτη, επανελέγχθηκε η αυξημένη πιθανότητα για ειδική μαθησιακή διαταραχή (ΕΜΔ) στα άρρενα άτομα, και αυξημένη συννοσηρότητα με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). H FT4 είχε διάμεση τιμή 13,9 pmol/L σε έφηβους χωρίς ΕΜΔ και 14,67 pmol/L σε εκείνους με ΕΜΔ, όμως οι παραπάνω διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Ως προς την TSH η διάμεσος στους μαθητές χωρίς ΕΜΔ ήταν 1,7 μIU/mL ενώ σε αυτούς με ΕΜΔ ήταν 2,09 μIU/mL. Αντίστοιχα, μη στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα ανευρέθηκαν για τις ορμόνες του φύλου που εξετάστηκαν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Δεν κατέστη δυνατό να ανιχνευτούν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις μελετώμενες ορμόνες γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε περιορισμούς της μελέτης. Διενέργεια περισσότερης έρευνας για την ταυτοποίηση παραγόντων που διαφοροποιούνται μεταξύ εφήβων με ή χωρίς μαθησιακές δυσκολίες, θα συμβάλλει στην αναγνώριση των παθογενετικών μηχανισμών των διαταραχών αυτών.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The relationship of sex and thyroid hormones with cognitive functions has been widely investigated during the last decades. However, further research is required to explore potential associations of these factors with learning difficulties in adolescent populations.

ΑΙΜ: This cross-sectional study aimed to examine potential differences in the concentrations of sex and thyroid hormones between adolescents with or without Learning Difficulties (LD).

METHODOLOGY: The sample was selected from the Unit for Assessment of Adolescent Learning Difficulties of the Center for Adolescent Medicine of the First Department of Pediatrics, Medical School, National and Kapodistrian University of Athens, at the Aghia Sophia Children’s Hospital. Demographic data, medical history, cognitive level, concentrations of sex hormones and thyroid hormones were collected and analyzed using the statistical program SPSS, version 26.

RESULTS: There was increased likelihood of learning difficulties in male subjects and higher comorbidity with attention deficit and hyperactivity disorder (ADHD). The median FT4 levels were 13.9 pmol/L in adolescents without LD and 14.67 pmol/L in those with LD. The median TSH levels were 2.09 μIU/mL in students without LD and 1.7 μIU/mL in those with LD (p>0.05). The detected differences in sex hormones (estradiol, testosterone, FSH, LH) were not statistically significant.

CONCLUSION: It was not possible to detect statistically significant differences in the studied hormones between adolescents with or without LD, which may be attributed to limitations related to the sample size and the type of the study. Further research is needed to identify hormonal fluctuations and their potential contribution to the pathogenesis of LD.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Mαθησιακές δυσκολίες, Eιδικές μαθησιακές διαταραχές, Έφηβοι, Οιστρογόνα, Τεστοστερόνη, θυροξίνη, TSH, νοητική λειτουργία

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Estrogens, Testosterone, Thyroxine, TSH, Cognitive function, Special learning difficulties

Αριθμός σελίδων

96

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Όχι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

86

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 06/06/2024

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Chousou_Theodora_Dimosieysi