Διπλωματικές Εργασίες

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2024

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

13/03/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Παναγιώτα Περβανίδου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αργύριος Ντινόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Ο ρόλος της ωκυτοκίνης στα άτομα με διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The role of oxytocin in patients with autism spectrum disorder

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία και αλληλεπίδραση και περιορισμένα ενδιαφέροντα. Ο ρόλος της ωκυτοκίνης, ενός νευροπεπτιδίου που εμπλέκεται στον κοινωνικό δεσμό και τη ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς, έχει κερδίσει σημαντική προσοχή σε σχέση με τη διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού.

ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα εργασία στοχεύει να ανασκοπήσει την υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με τον ρόλο της ωκυτοκίνης στην κοινωνική συμπεριφορά και τον αυτισμό, διερευνώντας τους μηχανισμούς δράσης της, τα πιθανά θεραπευτικά αποτελέσματα και τις επιπτώσεις για την εξατομικευμένη ιατρική.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πρόκειται για περιγραφική βιβλιογραφική ανασκόπηση. Διεξήχθη μια αναζήτηση σε πολλές βάσεις δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των PubMed, PsycINFO και Scopus. Συμπεριλήφθηκαν μελέτες που δημοσιεύθηκαν κυρίως μεταξύ το 2010 και 2022.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η ωκυτοκίνη είναι ένα νευροπεπτίδιο που εμπλέκεται στον κοινωνικό δεσμό, την εμπιστοσύνη και την κοινωνική νόηση. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χορήγηση ωκυτοκίνης μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική συμπεριφορά, να βελτιώσει την αναγνώριση των συναισθημάτων και να αυξήσει την βλεμματική επαφή σε άτομα με αυτισμό. Ωστόσο, οι επιδράσεις της ωκυτοκίνης ποικίλλουν μεταξύ των ατόμων, υποδηλώνοντας την παρουσία ατομικών διαφορών στην ανταπόκριση στην ωκυτοκίνη. Οι μηχανισμοί δράσης της περιλαμβάνουν τη ρύθμιση των περιοχών του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην κοινωνική επεξεργασία, όπως η αμυγδαλή και ο προμετωπιαίος φλοιός.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η παρούσα ανασκόπηση υπογραμμίζει τη συμμετοχή της ωκυτοκίνης στην παθοφυσιολογία του αυτισμού αλλά και τον πιθανό ρόλο της ως θεραπευτικό στόχο για τη βελτίωση της κοινωνικής λειτουργίας σε άτομα με αυτισμό. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την πλήρη κατανόηση της πολυπλοκότητας των επιδράσεων της ωκυτοκίνης, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης βιοδεικτών ή δεικτών συμπεριφοράς που σχετίζονται με την ανταπόκριση στη χορήγηση της. Επιπλέον, η υπογραμμίζει τη σημασία των προσεγγίσεων εξατομικευμένης ιατρικής στον αυτισμό, λαμβάνοντας υπόψη την ετερογένεια και τις ατομικές διαφορές στην ανταπόκριση στη θεραπεία.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Autism spectrum disorder (ASD) is a complex neurodevelopmental disorder characterized by social communication deficits and restricted, repetitive patterns of behavior. The neuropeptide oxytocin has emerged as a potential target for understanding and treating the social impairments associated with autism.

ΑΙΜ: Autism spectrum disorder (ASD) is a complex neurodevelopmental disorder characterized by social communication deficits and restricted, repetitive patterns of behavior. The neuropeptide oxytocin has emerged as a potential target for understanding and treating the social impairments associated with autism.

METHODOLOGY: A systematic search was conducted across multiple databases, including PubMed, PsycINFO, and Scopus, using relevant keywords such as “oxytocin,” “autism,” and “social impairments.” Studies published mainly between 2010 and 2022 were included.

RESULTS: Oxytocin is a neuropeptide involved in social bonding, trust, and social cognition. Studies have shown that oxytocin administration can enhance social behavior, improve emotion recognition, and increase eye contact in individuals with autism. However, the effects of oxytocin are variable across individuals, suggesting the presence of individual differences in oxytocin responsiveness. Oxytocin’s mechanisms of action involve modulation of brain regions implicated in social processing, such as the amygdala, prefrontal cortex, and reward circuitry.

CONCLUSION: The current thesis highlights the potential of oxytocin as a therapeutic target for improving social functioning in individuals with autism. However, further research is needed to fully understand the complexities of oxytocin’s effects, including identifying biomarkers or behavioral markers associated with oxytocin responsiveness. Additionally, the review underscores the importance of personalized medicine approaches in autism, considering the heterogeneity of the disorder and individual differences in treatment response.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ωκυτοκίνη, Aυτισμός, Kοινωνικές διαταραχές, Kοινωνική γνώση, Eξατομικευμένη ιατρική

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Oxytocin, Autism, Social impairments, Social cognition, Personalized medicine

Αριθμός σελίδων

63

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

134

Ψηφιακά Αρχεία

Διαθέσιμη εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Athousaki_Xrysoula_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

11/06/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Περδικάρης Παντελεήμων, Aναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Γιαπιτζάκης Χρήστος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Κουτελέκος Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Νεότερα δεδομένα για την πρόληψη και τη θεραπεία της στοματικής βλεννογονίτιδας σε παιδιατρικούς ασθενείς: Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Prevention and treatment of oral mucositis in pediatric patients: systematic review and meta-Analysis of randomized controlled trials

Περίληψη

Ελληνικά:

ΣΚΟΠΟΣ: Η στοματική βλεννογονίτιδα είναι μια συχνή και σοβαρή επιπλοκή της θεραπείας του καρκίνου. Η συχνότητα εμφάνισης της στοματικής βλεννογονίτιδας που προκαλείται από χημειοθεραπεία σε παιδιατρικούς ασθενείς μπορεί να φτάσει έως και 91.5% και έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Ο στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των τρεχόντων παρεμβάσεων για τη διαχείριση της στοματικής βλεννογονίτιδας σε παιδιά που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία/ακτινοθεραπεία ή μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT)

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών στις βάσεις δεδομένων MEDLINE και Scopus από τον Ιανουάριο του 2000 έως το Μάρτιο του 2023. Τριάντα-τέσσερις τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης ανασύρθηκαν από τη συστηματική ανασκόπηση και πέντε τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που διερεύνησαν την αποτελεσματικότητα του Laser χαμηλής ισχύος (LLLT) ή τον παράγοντα μέλι συμπεριλήφθηκαν στη μετα-ανάλυση

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η μετα-ανάλυση δύο τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών ανέδειξε πως η τοπική εφαρμογή μελιού στο στοματικό βλεννογόνο ήταν αποτελεσματική για τη μείωση της μέσης διάρκειας νοσηλείας σε παιδιά με σοβαρή μορφή στοματικής βλεννογονίτιδας βαθμού ≥ΙΙΙ (MD=-4.33, p=0.002). Ωστόσο, το LLLT δεν βρέθηκε να είναι αποτελεσματικό για την πρόληψη ή τη θεραπεία της στοματικής βλεννογονίτιδας βαθμού ≥II (RR=0.99, p=0.99). Ομοίως, η θεραπευτική εφαρμογή του LLLT δεν είχε σημαντικό όφελος για χαμηλότερο κίνδυνο στοματικής βλεννογονίτιδας βαθμού ≥II (RR=0.48, p=0.58)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκαν διάφορες παρεμβάσεις και παράγοντες για την αντιμετώπιση της στοματικής βλεννογονίτιδας. Το μέλι φαίνεται να είναι ένας αποτελεσματικός παράγοντας για τη θεραπεία της σοβαρής μορφής στοματικής βλεννογονίτιδας σε παιδιατρικούς ασθενείς. Ωστόσο, περαιτέρω υψηλής ποιότητας τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές απαιτούνται για την ενίσχυση των ευρημάτων της παρούσας μελέτης

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND/AIM: Oral mucositis (OM) is a common and serious side effect of cancer treatment. The incidence of chemotherapy-induced OM in pediatric patients can reach up to 91.5% and has a major impact on patients’ quality of life. The aim of the study was to assess the efficacy of current interventions and agents for the management of OM in children undergoing chemo/radiotherapy or hematopoietic stem cell transplantation (HSCT)

METHODOLOGY: A systematic search of randomized controlled trials (RCTs) was conducted in the MEDLINE and Scopus databases from January 2000 until March 2023. Thirty-four randomized studies meeting the inclusion criteria were identified and five RCTs investigating the efficacy of Low Level Laser Therapy (LLLT) intervention or the agent honey were included in the meta-analysis

RESULTS: The meta-analysis of two RCTs indicated that topical application of honey on oral mucosa was effective in shortening the mean duration of hospital stay in children with severe OM (MD=-4.33, p=0.002). However, LLLT was not found to be effective for the prevention or treatment of OM grade ≥II (RR=0.99, p=0.99). Moreover, the therapeutic application of LLLT did not show significant benefit for lower risk of OM grade ≥II (RR=0.48, p=0.58)

CONCLUSIONS: Various interventions and agents were examined in the present study for the management of OM. Honey could be a promising candidate for the treatment of OM in pediatric patients. Further high-quality RCTs are required to enhance our findings

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Στοματική βλεννογονίτιδα, Καρκίνος, Παιδιά, Μετα-ανάλυση

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Oral mucositis, Cancer, Children, Meta-analysis

Αριθμός σελίδων

81

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

86

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3397542

Δημοσίευση

Andriakopoulou_Chrysi_Stefania_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

01/05/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Γεράσιμος Κολαίτης, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Αν. Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Βελτίωση της συμπτωματολογίας άγχους και κατάθλιψης, και των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου σε παιδιά και εφήβους με υπερβαρότητα και παχυσαρκία μετά την εφαρμογή εξατομικευμένου προγράμματος παρέμβασης στον τρόπο ζωής

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Improvement of depressive and anxiety symptomatology and cardiometabolic risk factors in children and adolescents with overweight and obesity after the implementation of an individualized lifestyle intervention program

Περίληψη

Ελληνικά:

ΣΚΟΠΟΣ: Η παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας του αιώνα μας. Η ψυχική υγεία των παιδιών και εφήβων με παχυσαρκία είναι επηρεασμένη, με την ύπαρξη αγχώδους και καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, χαμηλότερης αυτοεκτίμησης και συναισθηματικών και συμπεριφορικών διαταραχών. Οι ψυχοκοινωνικές διαταραχές στα παιδιά και εφήβους με παχυσαρκία, όταν τις βιώνουν, εμμένουν σταθερές στον χρόνο. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αξιολόγηση του άγχους και κατάθλιψης στον εν λόγω πληθυσμό πριν και μετά την εφαρμογή εξατομικευμένου προγράμματος παρέμβασης στον τρόπο ζωής.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Μελετήσαμε 611 παιδιά και εφήβους 6-18 ετών (296 αγόρια-315 κορίτσια, μέση ηλικία ± σταθερή απόκλιση: 10.39 ± 0.10 έτη, 326 προεφηβικά και 285 εφηβικά), που κατηγοριοποιήθηκαν βάσει των καμπύλων ΔΜΣ του IOTF σε φυσιολογικού ΔΜΣ (16.2%), υπέρβαρα (33.5%) και παχύσαρκα (50.2%). Τα παιδιά/έφηβοι παρακολουθήθηκαν από μεγάλη διεπιστημονική ομάδα ανά τακτά χρονικά διαστήματα για 12 μήνες, έλαβαν εξατομικευμένες οδηγίες διατροφής και σωματικής δραστηριότητας και αξιολογήθηκαν ενδελεχώς κλινικοεργαστηριακά στην έναρξη και ολοκλήρωση της μελέτης. Παράλληλα, συμπλήρωσαν δύο ερωτηματολόγια αξιολόγησης της αγχώδους και καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, το Screen for Child Anxiety Related Disorders (S.C.A.R.E.D, 5-item) και το Child Depression Inventory (C.D.I) αντίστοιχα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης παρουσιάστηκε στατιστικά σημαντική μείωση του ΔΜΣ και ΔΜΣ z-score και βελτίωση των δεικτών φλεγμονής (ΤΚΕ, φερριτίνη) και καρδιομεταβολικού κινδύνου (HDL, LDL ΣΑΠ, HbA1C) σε ασθενείς με παχυσαρκία και υπερβαρότητα συγκριτικά με την αρχική αξιολόγηση. Παράλληλα, σημειώθηκε σημαντική μείωση της βαθμολογίας άγχους στο S.C.A.R.E.D σε παιδιά/εφήβους τόσο με παχυσαρκία βάσει της γνώμης των παιδιών (p<0,001), όσο και όλων των διαβαθμίσεων ΔΜΣ με βάση τους γονείς (p<0,003). Επιπρόσθετα, καταγράφηκε σημαντική μείωση της βαθμολογίας κατάθλιψης στο C.D.I (p=0,03) σε παιδιά/εφήβους με παχυσαρκία. Το θήλυ φύλο, παρουσίασε μειωμένη ανταπόκριση στην παρέμβαση συγκριτικά με το άρρεν. Όσον αφορά την εφηβεία, οι έφηβοι με παχυσαρκία παρουσίασαν σημαντική μείωση της βαθμολογίας καταθλιπτικής και αγχώδους συμπτωματολογίας συγκριτικά με πρότερα της παρέμβασης. Η ινσουλινοαντίσταση, παράμετροι που συσχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο (Περίμετρος Μέσης, ΣΑΠ, Τριγλυκερίδια), η κορτιζόλη, η PRL και η LH λειτούργησαν θετικά προγνωστικά της καταθλιπτικής και αγχώδους συμπτωματολογίας πριν την παρέμβαση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Αναδεικνύεται η σημασία εφαρμογής εξατομικευμένων διεπιστημονικών παρεμβάσεων αντιμετώπισης του αυξημένου βάρους σώματος στον παιδιατρικό πληθυσμό, ώστε να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα το αγαθό της σωματικής και ψυχικής υγείας και να προληφθούν οι διαταραχές του συναισθήματος. Επιπλέον, τονίζεται η αναγκαιότητα πρώιμης και συνεχιζόμενης παρέμβασης, ιδιαίτερα κατά την εφηβική ηλικία και στο θήλυ φύλο, όπου υπάρχει αυξημένη επίπτωση. Η βελτίωση της ψυχικής υγείας πιθανώς διαμεσολαβείται από τη βελτίωση του μεταβολισμού της ενέργειας με επακόλουθη βελτίωση της νευροφλεγμονής, ως απότοκο της αλλαγής της διατροφής και φυσικής δραστηριότητας.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: Childhood obesity is one of the most challenging contemporary public health problems. Children and adolescents with obesity experience multiple psychosocial difficulties, such as low self-esteem, depression, anxiety, and behavioral problems. Psychosocial problems noted in youngsters with excess adiposity persist for a long time. The aim of our study was to assess symptoms of depression and anxiety in children and adolescents with overweight and obesity before and after the implementation of a comprehensive, personalized, multidisciplinary lifestyle intervention program.

METHODOLOGY: Six hundred and eleven (315 female-296 male, mean age± SD: 10.39 ± 0.10 years, 326 prepubertal and 285 pubertal) children and adolescents, aged 6-18 years, were studied prospectively and classified as having obesity (50.2%), overweight (33.5%) or normal BMI (16.2%) according to IOTF criteria. All participants entered a 12-month lifestyle intervention program that provided personalized guidance on healthy diet and physical activity to patients and their families. A multidisciplinary team evaluated all subjects at baseline and at frequent intervals thereafter. Laboratory investigations were obtained at the beginning and the end of the study. All participants completed two psychometric questionnaires, the Child’s Depression Inventory (C.D.I) and the Screen for Child Anxiety Related Disorders (S.C.A.R.E.D), aiming to evaluate depressive and anxiety symptomatology respectively.

RESULTS: After completion of the intervention, there was a statistically significant reduction in BMI and BMI z-score and improvement in inflammatory (TKE, ferritin) and cardiometabolic risk markers (HDL, LDL, Systolic Blood Pressure, HbA1C) in patients with obesity and overweight compared to baseline assessment. Moreover, a significant decrease in the anxiety score on S.C.A.R.E.D was noted in participants with obesity based on childrens´ opinion (p<0.001), as well as in all subjects independently of BMI based on parents´ opinion (p<0.003). Furthermore, a significant reduction in depression score on C.D.I. (p=0.03) was recorded in participants with obesity. Females showed a reduced response to the intervention compared to males. Furthermore, adolescents with obesity showed a significant reduction in depression and anxiety symptom scores compared to pre-intervention. Insulin resistance and metabolic syndrome parameters (Waist Circumference, Blood Pressure, Triglycerides), cortisol, PRL and LH were positive predictors of pre-intervention depressive and anxiety symptoms.

CONCLUSIONS: The implementation of a multidisciplinary, personalized lifestyle intervention program in the management of childhood obesity is extremely important to ensure physical and mental health and prevent emotional disorders. In addition, the need for early and ongoing intervention during adolescence, particularly in females, is emphasized. The improvement in mental health is likely to be mediated by an improvement in energy metabolism with subsequent improvement in neuroinflammation as a consequence of changes in diet and physical activity.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Παχυσαρκία, Παιδιατρικός πληθυσμός, Κατάθλιψη, Άγχος, Υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Childhood obesity, Mental health, Depression, Anxiety, Lifestyle intervention

Αριθμός σελίδων

133

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

293

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 14/05/2024

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3397542

Δημοσίευση

Vourdoumpa_Aikaterini_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

22/03/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Eυαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Χρήστος Δίου, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Πρωτότυπος Τίτλος

Συνήθειες διατροφής και άσκησης σε παιδιά και εφήβους που συμμετείχαν στην μελέτη συλλογής μαζικών δεδομένων για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Dietary and physical activity habits of children and adolescents after a personalized intervention for the management of obesity

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η παιδική και εφηβική παχυσαρκία έχει αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) σαν μία παγκόσμια επιδημία και ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. Η Ελλάδα είναι μία από τις κυριότερες χώρες στην Ευρώπη όπου το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας έχει αυξηθεί ραγδαία. Σε αυτή την αύξηση έχουν συμβάλλει παράγοντες κινδύνου που αφορούν τη διατροφή και την άσκηση. Σήμερα, έχει δημιουργηθεί η ανάγκη για λεπτομερή καταγραφή και αξιολόγηση των συνηθειών τρόπου ζωής των παιδιών και εφήβων, που λαμβάνουν εξατομικευμένη παρέμβαση για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

ΣΚΟΠΟΣ: Να καθοριστούν οι συνήθειες διατροφής και άσκησης των παιδιών και εφήβων πριν και μετά από τη συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα παρέμβασης, στα πλαίσια της μελέτης BigO: Big Data against Childhood Obesity.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Στη μελέτη εισήχθησαν προοπτικά 394 παιδιά και έφηβοι, ηλικίας 8-18 ετών, που παρακολουθούνταν στο Ιατρείο Αντιμετώπισης Αυξημένου Βάρους Σώματος. Όλοι οι συμμετέχοντες έλαβαν μία εξατομικευμένη παρέμβαση για τη διατροφή, τον ύπνο και τη φυσική δραστηριότητα. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την πλατφόρμα BigO, η οποία διασυνδέεται με ένα «έξυπνο» κινητό και ένα «έξυπνο» ρολόι και καταγράφει με αντικειμενικό τρόπο δεδομένα για τη διατροφή, τον ύπνο και την άσκηση για κάθε ασθενή. Οι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν το σύστημα BigO για 4 εβδομάδες και φορούσαν το ρολόι για συγκεκριμένες περιόδους μέσα στην εβδομάδα. Κατόπιν, έλαβαν μία εξατομικευμένη παρέμβαση για τις συνήθειες του τρόπου ζωής για 4 μήνες και χρησιμοποίησαν το σύστημα ξανά για 4 εβδομάδες.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από όλους τους συμμετέχοντες, 74,4% είχαν παχυσαρκία, 25,1% υπερβαρότητα και 0,5% φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Ύστερα από την παρέμβαση, παρατηρήθηκε μία στατιστικά σημαντική μείωση στην καταναλισκόμενη ποσότητα του τυριού, των δημητριακών πρωινού με ζάχαρη, των αλμυρών σνακ, των ζυμαρικών και των προϊόντων τηγανιτής πατάτας σε όλες τις κατηγορίες βάρους. Επίσης, παρατηρήθηκε μία αύξηση του αριθμού των παιδιών που έπιναν νερό μεταξύ των γευμάτων σε όλες τις κατηγορίες βάρους (Ρ=0.001). Επιπρόσθετα, υπήρξε μείωση στον αριθμό των ατόμων που κατανάλωναν το απογευματινό και βραδινό γεύμα παρακολουθώντας τηλεόραση (Ρ<0.05). Τα αγόρια μείωσαν την καταναλισκόμενη ποσότητα αλμυρών σνακ και ζυμαρικών (Ρ<0.05) και έπιναν περισσότερο νερό μεταξύ των γευμάτων (Ρ<0.001).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Μία εξατομικευμένη και διεπιστημονική παρέμβαση βασισμένη στη μελέτη BigO βελτιώνει τις συνήθειες διατροφής και άσκησης παιδιών και εφήβων.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Obesity in childhood and adolescence has been recognized by the WHO as a global epidemic and a major public health problem. Greece has the highest prevalence of childhood obesity among European countries. This is attributed mostly to factors related to diet and physical activity. Recently, there has been a need for a detailed recording and assessment of the lifestyle habits of children and adolescents receiving personalized intervention for the management of obesity.

ΑΙΜ: To determine the dietary and exercise habits of children and adolescents before and after their participation in an interventional program within the context of the study ‘BigO: Big Data against Childhood Obesity’.

METHODOLOGY: Three hundred ninety-four (n=394) children and adolescents, aged 8-18 years, attending our Out-patient Clinic for the Prevention and Management of Overweight and Obesity in Childhood and Adolescence participated in the study prospectively. All subjects underwent a personalized management intervention program that provided guidance on diet, sleep and physical activity. The data collection system included the BigO technology platform, which interfaces with a Smartphone and Smartwatch, and records data on diet, sleep and exercise objectively for each patient. Participants used the BigO system for 4 weeks and wore the watch for specific periods during the week. Subsequently, they entered a personalized life-style intervention program for 4 months and used the system again for 4 weeks.

RESULTS: Of all participants, 74.4% had obesity, 25.1% overweight and 0.5% had normal body mass index (BMI). Following the intervention, a statistically significant decrease was noted in the amount of cheese, cereal with added sugar, savory snacks, pasta and fried potatoes consumption in all BMI categories. Also, an increase in the number of children who drank water between the meals daily was noted in all BMI categories (P=0.001). Furthermore, there was a decrease in the consumption of evening snack or dinner while watching television (P<0.05). Boys showed a decrease in the amount of savory snacks and pasta (P<0.05) and drank more water between meals daily (P<0.001).

CONCLUSION: A personalized and multidisciplinary intervention based on the BigO study improves dietary and physical activity habits of children and adolescents.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Παιδική παχυσαρκία, Συνήθειες διατροφής, Συνήθειες άσκησης, Δεδομένα μεγάλης κλίμακας, Εξατομικευμένη παρέμβαση

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Childhood obesity, Dietary habits, Physical activity habits, Big Data, Individualized intervention

Αριθμός σελίδων

157

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

259

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 22/03/2026

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Ioannou_Georgia_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

23/04/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Διαγνωστικοί και προγνωστικοί βιοδείκτες σε νεογνά με περιγεννητικό στρες

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Diagnostic and prognostic biomarkers in neonates with perinatal stress

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Το περιγεννητικό στρες οφείλεται σε ποικιλία στρεσογόνων ερεθισμάτων που δρουν από την 22η εβδομάδα της κύησης έως και την 7η ημέρα εξωμήτριας ζωής και συνδέεται τόσο με αυξημένη νοσηρότητα/θνησιμότητα των νεογνών όσο και με μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών. Η ανάδειξη εύκολα προσδιοριζόμενων, αλλά και δομικά και κιρκαδιανά σταθερών μορίων ως βιοδεικτών είναι καθοριστική για την έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση του περιγεννητικού στρες των νεογνών, και κατ’ επέκταση, για την πρόληψη των δυσμενών βραχυ- και μακροπρόθεσμων επιπτώσεών του.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας βάσει των οδηγιών PRISMA και συγκεκριμένων κριτηρίων καθορισμένων από τους ερευνητές. Οι τελικώς επιλεγόμενες μελέτες αξιολογήθηκαν ποιοτικά μέσω των εργαλείων του Joanna Briggs Institute.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Παρά τον μικρό αριθμό μελετών που πληρούσαν τα κριτήρια της έρευνας, καταδεικνύεται ένας ικανός αριθμός μορίων που πιθανώς θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βιοδείκτες για την διάγνωση του περιγεννητικού στρες τόσο πριν όσο και μετά την γέννηση, με κυριότερους τους δείκτες οξειδωτικού στρες μαλονδιαλδεΰδη (malondialdehyde, MDA), 8-διυδροξυ-2’-δεοξυγουανοσίνη (8-hydroxy-2′-deoxyguanosine, 8-OHdG) και ισοπροστάνες. Περισσότερες μελέτες απαιτούνται ώστε να προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για την χρήση των παραπάνω μορίων, αλλά και για την ανάδειξη νέων μορίων ως βιοδεικτών περιγεννητικού στρες.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Perinatal stress is attributed to various stressful stimuli acting from the 22nd week of gestation until the 7th day of extrauterine life, and is associated with increased morbidity/mortality in newborns, as well as with long-term complications in chlildren’s health and development. Therefore, early and valid diagnosis of perinatal stress is necessary in order to avoid its short- and long-term complications. This can be accomplished by determination of structurally and circadian stable molecules, which can serve as perinatal stress biomarkers.

METHODOLOGY: A systematic review of the literature was conducted based on PRISMA guidelines and specific investigator-defined criteria. The final selected studies were qualitatively assessed using the Joanna Briggs Institute tools.

RESULTS – CONCLUSIONS: Despite the small number of studies that met the research criteria, a sufficient number of compounds are demonstrated as potential biomarkers, useful for the diagnosis of perinatal stress before and after birth with the main representatives being the markers of oxidative stress malondialdehyde (MDA), 8-hydroxy-2′-deoxyguanosine (8-OHdG) and isoprostanes. Further research is needed, so that safer conclusions can be drawn for the use of the above compounds, but also for the identification of new compounds that could possibly serve as biomarkers of perinatal stress.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Περιγεννητική, Νεογνολογία, Οξειδωτικό στρες, Σήψη, Βιοδείκτες

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Perinatal, Neonatology, Oxidative stress, Sepsis, Biomarkers

Αριθμός σελίδων

49

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

39

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Δημοσίευση στο Περιοδικό “C.V.P Ιατρικής”

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

23/09/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Nικόλαος Ζάβρας, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Χρήστος Σαλάκος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Ο ρόλος της υπερχολερυθριναιμίας στην διάγνωση και την εκτίμηση της οσβαρότητας της οξείας σκωληκοειδίτιδας στον παιδιατρικό πληθυσμό της Αθήνας

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The role of hyperbilirubinemia in the diagnosis and assessment of the severity of acute appendicitis in the pediatric population of Athens

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓH: Η οξεία σκωληκοειδίτιδα αποτελεί μία από τις συχνότερες νόσους που αφορούν την κοιλιακή χώρα στον παιδιατρικό πληθυσμό. Η επίπτωση παγκοσμίως υπολογίζεται σε 1-2 ανά 10.000 ασθενείς στις ηλικίες 0-4 ετών και αυξάνεται σε 25 ανά 10.000 παιδιά στις ηλικίες 10-17 ετών. Την τελευταία δεκαετία διάφορα κέντρα ανά τον κόσμο αναφέρονται σε πιθανή συσχέτιση των προχωρημένων και σοβαρών περιστατικών οξείας σκωληκοειδίτιδας (γαγγραινώδης, περιτονίτιδα) με την αύξηση των επιπέδων χολερυθρίνης στο αίμα του ασθενούς σε πληθυσμό ενηλίκων. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει διενεργηθεί καμία μελέτη, η οποία να εξετάζει αυτή την πιθανή συσχέτιση σε παιδιατρικό πληθυσμό.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι να αναδείξει πιθανή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων χολερυθρίνης και της βαρύτητας της οξείας σκωληκοειδίτιδας. Εφόσον αναδειχθεί θα έχουμε ένα επιπλέον εργαλείο στη φαρέτρα μας, για να εκτιμήσουμε την βαρύτητα της κατάστασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, όπου οι απεικονιστικές εξετάσεις δεν μπορούν να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν περαιτέρω πληροφορίες.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Οι ασθενείς, οι οποίοι εισάγονται στην κλινική μας με πιθανή διάγνωση οξεία σκωληκοειδίτιδα, θα εξετασθούν κατόπιν συναίνεσης ως προς τα επίπεδα χολερυθρίνης στο αίμα σε βάθος ενός χρόνου από την έναρξη της μελέτης. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα συγκριθούν με τα διεγχειρητικά και παθολογανατομικά ευρήματα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει όντως συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα χολερυθρίνης και τη σοβαρότητα της οξείας σκωληκοειδίτιδας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Σε σύνολο 129 ασθενών μόλις 16 ασθενείς εμφάνισαν υπερχολευθριναιμία. Από τους 16 οι ασθενείς, οι 14 εμφάνισαν επιπλεγμένη οξεία σκωληκοειδίτιδα. Από τον στατιστικό έλεγχο προέκυψε συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα χολερυθρίνης και τον ιστολογικό τύπο της σκωληκοειδίτιδας, ενώ φαίνεται η υπερχολερυθρίναιμία να σχετίζεται στατιστικά με την βαρύτητα της σκωληκοειδίτιδας (επιπλεγμένη- μη επιπλεγμένη).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Σε έναν cost-effective κόσμο, που καλούμαστε με το ελάχιστο κόστος να πετυχαίνουμε το καλύτερο αποτέλεσμα, μπορούν τα επίπεδα χολερυθρίνης να αποτελέσουν ένα επιπλέον διαγνωστικό εργαλείο για την ασφαλή διάγνωση της βαρύτητας της σκωληκοειδίτιδας.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: Acute appendicitis is one of the most common diseases involving the abdomen in the pediatric population. The incidence worldwide is estimated at 1-2 per 10,000 patients in 0-4 years of age and increases to 25 per 10,000 children in 10-17 years of age. In the last decade several centres around the world have reported a possible association of advanced and severe cases of acute appendicitis (gangrenous, peritonitis) with an increase in blood bilirubin levels in the patient in an adult population. However, so far no study has been conducted to examine this possible association in a paediatric population.

AIM: The aim of this study is to highlight a possible association between bilirubin levels and the severity of acute appendicitis. If demonstrated, we will have an additional tool in our quiver to assess the severity of the condition, particularly in cases where imaging tests cannot help us and provide further information.

METHODOLOGY: Patients, who are admitted to our clinic with a possible diagnosis of acute appendicitis, will be examined on consent for blood bilirubin levels over a period of one year from the start of the study. The test results will be compared with intraoperative and pathological findings to determine whether there is indeed a correlation between bilirubin levels and the severity of acute appendicitis.

RESULTS: In a total of 129 patients only 16 patients developed hyperleukemia. Of the 16 patients, 14 patients developed complicated acute appendicitis. Statistical testing revealed a correlation between bilirubin levels and histological type of appendicitis, and hyperbilirubinemia seems to be statistically related to the severity of appendicitis (complicated; non-complicated).

CONCLUSIONS: In a cost-effective world, where we are called upon to achieve the best outcome at the lowest cost, bilirubin levels may be an additional diagnostic tool for the reliable diagnosis of appendicitis severity.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Οξεία, Σκωληκοειδίτιδα, Παιδιά, Υπερχολερυθριναιμία, Χολερυθρίνη

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Acute, Appendicitis, Pediatric, Hyperbilirubinemia, Bilirubin

Αριθμός σελίδων

87

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

74

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3415339

Δημοσίευση

Koulouriotis_Georgios_Xristos_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

17/04/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Κουτελέκος Ιωάννης, Αν. Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Περγάντου Ελένη, Διευθύντρια, Νοσοκομείο Παίδων “Η Αγία Σοφία”

Συρεγγέλας Δημήτριος, Τμήμα Παιδιατρικής Φυσικοθεραπείας, Νοσοκομείο Παίδων “Η Αγία Σοφία”

Πρωτότυπος Τίτλος

Αξιολόγηση της αδρής κινητικής εξέλιξης σε βρέφη με αιμορροφιλία με την κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS)

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Assessement of gross motor development in infants with hemophilia using the Alberta Infant Motor Scale (AIMS)

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS), είναι μια κλίμακα αξιολόγησης μέσω παρατήρησης της αδρής κινητικότητας των βρεφών από τη γέννησή τους έως την ανεξάρτητη βάδιση (0-19 μηνών). Το εργαλείο αυτό, έχει σταθμιστεί στον ελληνικό πληθυσμό και δύναται να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποια παθολογία (με ορισμένους περιορισμούς) αλλά και σε υγιή βρέφη ως μέσω παρακολούθησης της αυθόρμητης κινητικής τους δεξιότητας.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν: 1) να μελετηθεί η αδρή κινητικότητα των βρεφών με αιμορροφιλία με την κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS), 2) να συγκριθούν οι τιμές που θα προκύψουν με αυτές των υγιών τελειόμηνων ώστε να διαπιστωθεί αν υπολείπονται κινητικά σε σχέση με τα υγιή τελειόμηνα του ελληνικού πληθυσμού. Ανάλογα με το αποτέλεσμα, θα δοθεί μία κατεύθυνση για περαιτέρω διερεύνηση ή για κάποια θεραπευτική παρέμβαση

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Για την πιλοτική αυτή μελέτη, ελέγχθησαν με την κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS) 8 βρέφη με αιμορροφιλία τα οποία παρακολουθούνται στο Κέντρο Αιμορροφιλίας /Μονάδας Αιμόστασης και Θρόμβωσης του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία». Τα βρέφη ήταν ηλικίας 6 εώς 18 μηνών με φυσιολογικό βάρος γέννησης. Το δείγμα ήταν τυχαίο καθώς αποτελείται από διάφορες περιοχές του νομού Αττικής και από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Για κάθε ένα από τα 8 βρέφη με αιμορροφιλία υπολογίστηκε το σκορ της κλίμακας AIMS, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του z-score και της εκατοστιαίας θέσης που βρίσκεται το βρέφος με βάση την ηλικιακή του ομάδα. Ο στατιστικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους. Αρχικά, ελέγχθηκε με το one-sample-t-test αν η μέση εκατοστιαία θέση του δείγματος διαφέρει στατιστικά σημαντικά από τη διάμεσο και με το independent-sample t-test αν διαφέρει η μέση εκατοστιαία θέση του δείγματος των βρεφών με αιμορροφιλία από το δείγμα υγιών τελειόμηνων βρεφών. Επιπλέον, ελέγχθηκε και με το Mann-Whitney test αν τα βρέφη με αιμορροφιλία διαφέρουν από τα υγιή τελειόμηνα όσον αφορά στα υπολογισμένα z-scores και τις εκατοστιαίες θέσεις της βαθμολογίας στην κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τους ελέγχους προκύπτει ότι η μέση εκατοστιαία θέση της βαθμολογίας AIMS των βρεφών με αιμορροφιλία είναι μόλις στο 4.4% ± 5.0% που υπολείπεται σε στατιστικά σημαντικό βαθμό από την αναμενόμενη διάμεσο του 50% (one sample t test,). Παρομοίως, το Mann-Whitney test ανέδειξε τόσο στην περίπτωση των εκατοστιαίων θέσεων όσο και στην περίπτωση των z-scores ότι υπάρχει στατιστικά σημαντικά διαφορά μεταξύ των βρεφών με αιμορροφιλία και των υγιών τελειόμηνων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η κλίμακα Alberta Infant Motor Scale (AIMS) αποτελεί αξιόπιστο εργαλείο αξιολόγησης της αδρής κινητικότητας υγιών τελειόμηνων βρεφών και τελειόμηνων βρεφών με αιμορροφιλία. Διαπιστώθηκε από τη στατιστική ανάλυση ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά την κινητική ανάπτυξη των βρεφών με αιμορροφιλία συγκριτικά με τα υγιή τελειόμηνα βρέφη. Χρειάζεται να πραγματοποιηθεί επιπλέον έρευνα με μεγαλύτερο δείγμα και να διερευνηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν την κινητική εξέλιξη των βρεφών με αιμορροφιλία.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The Alberta Infant Motor Scale (AIMS), is a scale of evaluation, through observation of the gross motor skills of infants, from their birth until independent walking (0-19 months). This tool, has been calibrated according to the Greek population and is able to be used in situations where there is some form of pathology (with certain limitations), but also with healthy infants as a means of observation of their spontaneous motor activity.

ΑΙΜ: The objectives of this study were 1) to study the gross motor skills of infants with hemophilia, using the Alberta Infant Motor Scale (AIMS) 2) to compare the subsequent results with those of the healthy full term pregnancy infants, so that it can be ascertained whether they fall short in a motor sense compared to the healthy full term pregnancy infants, of the Greek population. Depending on the result, a new direction will be given for further exploration or a therapeutic intervention.

METHODOLOGY: For this pilot study, 8 infants were assessed using the Alberta Infant Motor Scale (AIMS), which were being monitored at the Centre of Haemophilia/ Unit of Hemostasis and Thrombosis of Paidon Hospital “Agia Sophia”. The infants were from 6 until 18 months old with normal weight of birth. The sampling was random, since it was composed of infants from different areas of the Attica region and different socio-economic status. For each one of the 8 infants with hemophilia, their score on the AIMS was calculated, which was then used to calculate their z-score and their percentile placement based on their age group. The statistical analysis was performed in two ways. First, one-sample-t-test was utilized to evaluate whether the middle percentile of the sample differed statistically significantly from the median and with independent-sample-t-test was used if the mean percentile of the sample of the infants with hemophilia differed from the sample of healthy full-term pregnancy infants. Furthermore, Mann-Whitney test was used to assess if hemophiliac infants differed compared to healthy full-term pregnancy infants, in reference to the calculated z-scores and the percentile scores on the Alberta Infant Motor Scale (AIMS).

RESULTS: From the statistical analysis, we determine that the middle percentile score of the AIMS on hemophilic infants is only at 4.4%±5.0%, which is significantly less from a statistical point of view compared to the expected median of the 50% (one sample t test,). Similarly, the Mann-Whitney test showed regarding both the percentiles and the z-scores, that there is a statistically important difference between infants with hemophilia and healthy full-term pregnancy infants.

CONCLUSION: The Alberta Infant Motor Scale (AIMS) is a credible tool of evaluation of the gross motor skills of healthy full term pregnancy infants and full-term pregnancy infants with hemophilia. The statistical analysis showed that there is a significant difference, when it comes to the gross motor development of infants with hemophilia, in comparison with healthy full term pregnancy infants. Further research needs to be conducted with a larger sample and also further investigation into the parameters that affect the gross motor development of infants with hemophilia.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Αιμορροφιλία, αδρή κινητική αξιολόγηση, κλίμακα Alberta Infant Motor Scale, κινητική αξιολόγηση των βρεφών με αιμορροφιλία

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Assessment of gross motor development in infants with hemophilia using the Alberta Infant Motor Scale (AIMS): Preliminary results

Αριθμός σελίδων

114

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Όχι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

90

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 17/10/2024

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Moschou_Christina_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

31/07/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Γεωργία Κουρλαμπά, Επ. Καθηγήτρια, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Πρωτότυπος Τίτλος

Η επίδραση της διαλειμματικής νηστείας στους μεταβολικούς παράγοντες σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά: Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The effect of time-restricted eating on metabolic factors in children, adolescence and adults: A systematic review and meta-analysis

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓH: Τις τελευταίες δεκαετίες ένα από τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την ιατρική κοινότητα είναι η αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας τόσο στον ενήλικο όσο και στον παιδιατρικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων. Οι συνήθεις πρακτικές αντιμετώπισης του αυξημένου βάρους περιλαμβάνουν τον περιορισμό της καθημερινής πρόσληψης θερμίδων κατά 30% σε συνδυασμό με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Ωστόσο, η αφοσίωση σε αυτό το πρόγραμμα αρχίζει να φθίνει μετά από 1-4 μήνες, με αποτέλεσμα την εκ νέου αύξηση του βάρους μετά από περίπου 1 έτος. Συνεπώς το επιστημονικό ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στην εύρεση εναλλακτικών στρατηγικών προσέγγισης του προβλήματος της παχυσαρκίας και των συνεπειών της στην υγεία.
Η μέθοδος του περιορισμού της ημερησίας ενεργειακής πρόσληψης σε ένα χρονικό διάστημα 8-10 ωρών ή και λιγότερο στις περισσότερες μέρες της βδομάδας ή και καθημερινά έχει ευεργετικά αποτελέσματα στον οργανισμό, όπως μείωση του βάρους και του λιπώδους ιστού και βελτίωση των μεταβολικών παραμέτρων. Ο λόγος που η έρευνα έχει επικεντρωθεί στα οφέλη της διαλειμματικής νηστείας βασίζεται στην παθοφυσιολογία. Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει αναπτύξει την ικανότητα να προσαρμόζει με περιοδικό τρόπο τα ενδογενή μεταβολικά μονοπάτια, ακολουθώντας τις κυκλικές εναλλαγές ημέρας και νύχτας, μια βιολογική διαδικασία γνωστή ως κιρκάδιος ρυθμός. Για αυτό το λόγο, η εναρμόνιση του κιρκάδιου ρυθμού με τις ώρες λήψης τροφής έχει αποτελέσει θέμα έρευνας δίνοντας βάση στις πιθανές θεραπευτικές επιδράσεις αυτού του τρόπου διατροφής.

ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα μελέτη έχει σκοπό να αναδείξει την θετική επίδραση της διαλειμματικής νηστείας τόσο στη μείωση του σωματικού βάρους όσο και στη ρύθμιση συγκεκριμένων μεταβολικών παραμέτρων.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση στις διαδικτυακές βιβλιοθήκες PubMed και Cochrane με συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά και η τελική επιλογή των μελετών που εντάχθηκαν στην έρευνα βασίστηκε σε συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής και αποκλεισμού.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν τη διαλειμματική νηστεία παρουσίασαν μείωση του σωματικού βάρους [μέση τιμή (MΤ): -1,46kg, (95% (ΔΕ) -2,20, -0,72)], του δείκτη μάζας σώματος [ΜΤ: -0,848kg (95% ΔΕ -1.134, -0.562)], του ολικού λιπώδους ιστού [ΜΤ: -0,651kg (ΔΕ -0,791, -0,511)], της περιμέτρου της μέσης [ΜΤ: -1,389εκ. (ΔΕ -2,566, -0,212)] και της άλιπης μάζας σώματος [ΜΤ: -0,432kg (ΔΕ -0,665, -0,199)]. Επιπρόσθετα, παρουσιάστηκε βελτίωση των παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου, όπως μείωση των συγκεντρώσεων της ινσουλίνης [ΜΤ: -1.427 mIU/L, (ΔΕ-2.562,-0.291)], της χοληστερόλης [ΜΤ: -3.009 mg/dL (ΔΕ -5.716, -0.302) και της LDL [ΜΤ: -3,108mg/dL (ΔΕ -4.925, -1.292)].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η διαλειμματική νηστεία αποτελεί μια ωφέλιμη διατροφική παρέμβαση για την απώλεια βάρους και τη βελτίωση των παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου. Ωστόσο, απαιτούνται επιπρόσθετες μελέτες για την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων αυτών.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: In recent decades, one of the major problems that the medical community faces worldwide is the increase in the obesity rates in both the adult and pediatric population, resulting in the development of chronic diseases. Standard practices for managing increased weight include limiting daily calorie intake by 30% in combination with lifestyle changes. However, dedication to this program begins to wane after 1-4 months, resulting in weight gain after about one year. Therefore, the scientific interest has focused on finding alternative strategies to address the problem of obesity and its consequences on health.
The method of limiting daily energy intake to a period of 8-10 hours or less on most days of the week or on daily basis has beneficial effects on the body, such as reducing weight and adipose tissue and improving metabolic parameters.
The reason why research has focused on the benefits of time-restricted eating is based on pathophysiology. The human body has developed the ability to periodically adjust endogenous metabolic pathways, following cyclic alternations of day and night, a biological process known as circadian rhythm. For this reason, the harmonization of circadian rhythm with the times of food intake has been a research topic in recent years based on the potential therapeutic effects of this way of eating.

AIM: The present study aims to highlight the positive effect of time-restricted eating both on weight reduction and the regulation of specific metabolic parameters.

METHODOLOGY: The PubMed and Cochrane online libraries were searched with specific keywords, and the final selection of the studies included in the survey was based on specific selection and exclusion criteria.

RESULTS: Participants who followed time-restricted eating showed reductions in body weight [(mean-MD: -1.46 kg, (95% Confidence Interval (CI -2.20 to -0.72)], body mass index [MD: -0.848 kg (95% CI -1.134 to -0.562)], waist circumference [(MD) -1,389 cm (95% CI: -2,566 to -0,212], total body fat mass [MD: -0.651kg (95% CI -0.791 to -0.511)] and lean mass [(MD) -0,432 kg (95% CI: -0,665 to -0,199)]. In addition, improvement in cardiometabolic risk-factors was observed, such as a decrease in the insulin concentrations [MD: -1,427 mIU/L, (95% CI-2,562 to -0.291)], total cholesterol [(MD) -3.009 mg/dL (95% CI: -5.716 to -0.302;) and LDL concentrations [(MD): -3,108 mg/dL (95% CI -4,925 to -1,292)].

CONCLUSIONS: Time-restricted eating is an effective and beneficial dietary intervention for weight loss and improvement of cardiometabolic risk-factors. However, additional studies are needed to confirm these results.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Διαλειμματική νηστεία, Κιρκάδιος ρυθμός, Παχυσαρκία, Μεταβολικό σύνδρομο, Καρδιομεταβολικοί παράγοντες

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Time-restricted eating, Circadian rhythm, Obesity, Metabolic syndrome, Cardiometabolic parameters

Αριθμός σελίδων

128

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

55

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 19/08/2027

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3413117

Δημοσίευση

Panagiotou_Krystalia_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

15/1/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Φλώρα Μπακοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Γεώργιος Χρούσος, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Συσχέτιση σταδίων σεξουαλικής ανάπτυξης στα κορίτσια με ανθρωπομετρικές και ορμονολογικές παραμέτρους

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Associations of pubertal stages with anthropometric and hormonal parameters in a Greek female sample

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Δεδομένα σχετικά με τα ηλικιακά όρια σεξουαλικής ανάπτυξης στα κορίτσια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εκλείπουν από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η συσχέτιση πρόσφατων δεδομένων των ηλικιακών ορίων σεξουαλικής ανάπτυξης με ανθρωπομετρικές και ορμονολογικές παραμέτρους σε δείγμα εφήβων κοριτσιών στην Ελλάδα.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Αναλύθηκαν δεδομένα από φακέλους κοριτσιών 6-18 ετών που επισκέφτηκαν το Ειδικό Κέντρο Εφηβικής Ιατρικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» σε περίοδο 5 ετών (2016-2020).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 298 κορίτσια. Η διάμεσος ηλικία εμμηναρχής του δείγματος υπολογίστηκε στα 12 έτη, η διάμεση ηλικία θηλαρχής ήταν τα 9 έτη και η μέση ηλικία εφηβαρχής 8.97 έτη. Η μέση τιμή του μεσοδιαστήματος από την έναρξη ήβης μέχρι την εμμηναρχή ήταν τα 1.99 έτη, ενώ η μέση μεταβολή του ύψους σώματος από την έναρξη της ήβης μέχρι την εμμηναρχή βρέθηκε 19.17cm. Το μέσο βάρος σώματος κατά την εμμηναρχή υπολογίστηκε σε 49.6 κιλά, ενώ το μέσο ύψος στην εμμηναρχή 154.39cm. Όσον αφορά στον δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) στην αρχή της ήβης και την εμμηναρχή η μέση τιμή ήταν 18.9 kg/m2 και 20,99 kg/m2, αντιστοίχως. Πρώιμη θηλαρχή καταγράφηκε σε ποσοστό 23.96% επί του συνόλου με όριο τα 8 έτη, ενώ 6.31% επί του συνόλου παρουσίασε πρώιμη εμμηναρχή με κατώφλι τα 10 έτη. Το βάρος γέννησης βρέθηκε να έχει ασθενώς ισχυρή θετική συσχέτιση με το ΒΜΙ στην αρχή της ήβης (r = 0.334, p<0.01) και μετρίως ισχυρή θετική συσχέτιση με τη διάρκεια κύησης (r = 0.572, p<0.001). Η ηλικία έναρξης της ήβης βρέθηκε να έχει ισχυρά θετική συσχέτιση με την ηλικία εμμηναρχής (r = 0.832, p<0.001). Η ηλικία εμμηναρχής βρέθηκε να έχει ισχυρά θετική συσχέτιση με την ηλικία εφηβαρχής (r = 0.861, p-value<0.001). Το ΒΜΙ στην αρχή της ήβης δεν βρέθηκε να είναι προγνωστικό της πρώιμης εμμηναρχής και της πρώιμης θηλαρχής. Στατιστικώς σημαντικές διαφορές ανευρέθηκαν σε IGF-1 (p = 0.029), ολική χοληστερόλη (p = 0.004), και ασβέστιο (p = 0.002), με χαμηλότερα επίπεδα ασβεστίου και ολικής χοληστερόλης και υψηλότερα επίπεδα IGF-1 στην εμμηναρχή σε σχέση με τη θηλαρχή. Τα επίπεδα της FT4 (p = 0.011) κυμαίνονταν σε χαμηλότερα επίπεδα στην εμμηναρχή σε σχέση με την εφηβαρχή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ηλικιακά όρια έναρξης σεξουαλικής ανάπτυξης στο δείγμα κοριτσιών που μελετήθηκε φαίνεται να ακολουθούν τις πτωτικές τάσεις που παρατηρούνται σε διεθνές επίπεδο, χωρίς συσχέτιση με το BMI.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND:Recent data regarding the timing of the onset of thelarche and menarche in contemporary Greek girls, as well as correlations with anthropometric and hormonal measurements are lacking.

ΑΙΜ: This study aimed to present recent trends in pubertal timing and to correlate pubertal stages with anthropometric and hormonal parameters of a Greek female sample.

METHODOLOGY: Data were collected retrospectively from medical records of females aged 6-18 years who attended a tertiary Adolescent Medicine Center over a 5-year period (2016-2020).

RESULTS: Data from 298 girls’ medical records were included in the analysis. Median ages at menarche and thelarche were 12 and 9 years respectively, while mean age at pubarche was 8.97 years. The mean interval between pubertal onset and menarche was 1.99 years. Mean body mass index (BMI) at menarche and thelarche was 20.99 kg/m2 and 18.90 kg/m2 respectively. Mean weight at menarche was 49.6kg, whereas the mean height difference between thelarche and menarche was 19.17 cm. Among participants, 6.31% had premature menarche, while 23.96% had premature thelarche. Birth weight was slightly positive correlated with ΒΜΙ at thelarche/pubarche (r =0.334, p<0.01) and moderately positive correlated with gestational age (r=0.572, p<0.001) Interestingly, BMI at thelarche/pubarche and birth weight were not predictive of premature menarche or premature thelarche. Median (interquartile range-IQR) levels around menarche vs. thelarche were higher for insulin-like growth factor-1 [358.00(140.50) vs. 176.00(55.00) ng/ml], follicle stimulation hormone [5.65(3.14) vs. 3.10(4.23) mIU/ml], testosterone [25.50(31.00) vs. 13.00(21.00) ng/dl], dehydroepiandrosterone sulfate [117.00(112.50) vs. 46.40(51.90) μg/dl] and insulin [17.40(15.05) vs. 8.47(4.97) μIU/ml].

CONCLUSIONS: Pubertal timing of the Greek female sample seems to follow the international downward trends of the last decades. Younger age at menarche was not associated with BMI.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ήβη, Θηλαρχή, Εμμηναρχή, Ελλάδα, Στάδια σεξουαλικής ανάπτυξης

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Puberty, Thelarche, Menarche, Greece, Pubertal stages

Αριθμός σελίδων

102

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

122

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 15/07/2024

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2967534

Δημοσίευση

Papageorgiou Anastasia Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

02/09/2024

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δημήτριος Κασίμος, Επ. Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΔΠΘ

Πρωτότυπος Τίτλος

Μελέτη της μεταβολής προσέλευσης παιδιών στο τμήμα επειγόντων περιστατικών πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 σε δευτεροβάθμιο νοσοκομείο της Δυτικής Μακεδονίας

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Study of change in children admission to the emergency department before and during Covid -19 pandemic in a secondary hospital of Western Macedonia

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓH: Η πανδημία Covid-19 είχε σημαντικό αντίκτυπο στον παιδιατρικό πληθυσμό, ιδίως στην πρόσβαση του στις υπηρεσίες υγείας οδηγώντας σε μειωμένη χρήση τους.

ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα έρευνα είχε ως σκοπό τη μελέτη των διαφορών στην προσέλευση παιδιατρικών περιστατικών στο τμήμα των επειγόντων περιστατικών στο Γενικό Νοσοκομείο Καστοριάς, πριν και μετά την έναρξη της πανδημίας Covid-19.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποιήθηκε καταγραφή των παιδιατρικών περιστατικών που προσκομίσθηκαν στα ΤΕΠ για διάστημα ενός έτους προ της έλευσης της πανδημίας και ενός έτους μετά. Καταγράφηκε η ηλικία, το φύλο, ο τόπος διαμονής, η συμπτωματολογία προσέλευσης, η παρουσία πυρετού και η νοσηλεία εφόσον υπήρξε.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Παρατηρήθηκε συνολικά στατιστικά σημαντική μείωση (p<0,001) των συνολικών προσελεύσεων κατά 76,5%. Στις ηλικιακές ομάδες 0-2 ετών και 11-16 ετών το ποσοστό προσκόμισης αυξήθηκε από 17,7% σε 24,2% και από 21,4% σε 30,2% αντίστοιχα. Δεν διαπιστώθηκε μεταβολή στην προσέλευση με βάση το φύλο. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση (p<0,005) των εμπύρετων περιστατικών από 32,8% σε 27,2% όπως και των λοιμωδών νοσημάτων από 75% σε 59,9% (p<0,005). Διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση (p<0,001) περιπτώσεων ατυχηματικής λήψης ουσίας σε 3,2% από 1% και αύξηση των περιστατικών αγχώδους συνδρομής σε 1,5% από 0,2%( p<0,001) ενώ δεν καταγράφηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στα περιστατικά οξείας μέθης. Το ποσοστό των παιδιών που χρειάστηκαν νοσηλεία αυξήθηκε από 6,9% σε 9,2% (p<0,033).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα συμπεράσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης της βέλτιστης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας για τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζεται μια απειλή για τη δημόσια υγεία, όπως η πανδημία Covid-19.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: The Covid-19 pandemic had a significant impact on the pediatric population, especially on their access to health services leading to reduced use of them.

AIM: This study aimed to study the differences in attendance of pediatric cases at the emergency department of the Kastoria’s General Hospital, before and after the onset of the Covid-19 pandemic.

METHODOLOGY: A record was made of the pediatric cases to the Eds for a period of one year before the onset of the pandemic and one year after. Age, sex, place of residence, presentation symptoms, presence of fever and hospitalization if any were recorded.

RESULTS: An overall statistically significant reduction (p,0,001) of total attendances by 76,5% was observed. In the age groups 0-2 years and 11-16 years the presentation rate increased from 17,7% to 24,2% and from 21,4% to 30,2% respectively. No chance in attendance by gender was found. A statistically significant reduction (p,0,005) was observed in febrile cases from 32,8% to 27,2% as well as in infectious diseases from 75% to 59,9% (p<0,005). There was a statistically significant increase (p,0,001) in accidental substance use cases to 3,2% from 1% and an increase in anxiety symptoms to 1,5% from 0,2% (p,0,001) while not statistically significant difference was recorded in the incidence of acute intoxication. The percentage of children required hospitalization increased from 6,9% to 9,2% (p<0,033).

CONCLUSIONS: The findings highlight the importance of maintaining optimal access to health services for children, particularly when facing a public health threat such as the pandemic Covid-19.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Covid-19, SARSCov-2, Τμήμα επειγόντων, Παιδιατρική, Μακεδονία, Ελλάδα

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Covid-19, SARSCov-2, Εmergency department, Pediatrics, Macedonia, Greece

Αριθμός σελίδων

69

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

68

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3414477

Δημοσίευση

Tsiviki_Eleni_Dimosieysi