Διπλωματικές Εργασίες

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2025

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

21/01/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Γεώργιος Παλτόγλου, Παιδίατρος-Παιδοενδοκρινολόγος, Ακαδημαϊκός Υπότροφος, Β’ Παιδιατρική Κλινική, Νοσοκομείο Παίδων “Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού”

Πρωτότυπος Τίτλος

Τίτλος Μελέτη ενήβωσης σε αγόρια και κορίτσια σε συσχέτιση με το Δείκτη Μάζας Σώματος και άλλους δείκτες σωματικής σύστασης : αναδρομική μελέτη κοορτής

Γλώσσες εργασίας

Αγγλικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Study of pubertal onset in boys and girls in association with Body Mass Index and other body composition parameters: a retrospective cohort study

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ενήβωση αποτελεί ένα κρίσιμο αναπτυξιακό στάδιο κατά το οποίο επιτυγχάνεται η τελική ωρίμανση του γεννητικού συστήματος και η εγκατάσταση της αναπαραγωγικής ικανότητας. Μελέτες έχουν δείξει πως ποικίλοι παράγοντες καθορίζουν τη χρονολογική ηλικία έλευσης της εφηβείας και ένας από τους σημαντικότερους είναι το αυξημένο βάρος σώματος, πιθανόν μέσω του πλεονάζοντος σωματικού λίπους.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση της επίδρασης του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) καθώς και δεικτών σωματικής σύστασης στη χρονολογική ηλικία έλευσης της ήβης. Δευτερευόντως, μελετήθηκε η κατά ζεύγη συσχέτισή των δεικτών μεταξύ τους στο δείγμα, καθώς και η ένταση της.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Ένα τυχαίο δείγμα 53 αγοριών με χρονολογική ηλικία 7,94 έως 10,11 έτη και 53 κοριτσιών ηλικίας 7 έως 9,01 ετών μελετήθηκαν αναδρομικά με διαδοχικές καταγραφές εξέλιξης της ενήβωσης σύμφωνα με τη σταδιοποίηση κατά Tanner σε χρονικά διαστήματα 6 μηνών έως την επίτευξη ήβης, οριζόμενης ως εξής: Για τα θήλεα, ανάπτυξη μαστών σταδίου ΙΙ κατά Tanner (θηλαρχή) και για τα άρρενα, αύξηση όγκου όρχεων >=4mL. Όλοι οι ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη δεν έπασχαν από χρόνιο ή γενετικό νόσημα ή χρωμοσωμική ανωμαλία και δεν είχαν πρώιμη ήβη. Οι δείκτες που μελετήθηκαν ήταν ο ΔΜΣ, η περίμετρος μέσης (ΠΜ) και το ποσοστό λίπους (ΠΛ%), μετασχηματιζόμενα στα αντίστοιχα z-cores για τον ελληνικό παιδιατρικό πληθυσμό. Κατηγοριοποίηση έγινε επίσης με βάση την αντιστοιχία των δεικτών στις καμπύλες ανάπτυξης για τη δημιουργία κατηγορικών μεταβλητών. Αρχικά μελετήθηκε η γραμμική συσχέτιση των ποσοτικών μεταβλητών ανά ζεύγη με τους συντελεστές Pearson ή Spearman και των κατηγορικών ανά ζεύγη με το κριτήριο του Fisher. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ανάλυση επιβίωσης με το μοντέλο Αναλογικών Κινδύνων του Cox για την εκτίμηση της πιθανότητας (κινδύνου) ενωρίτερης ενήβωσης σε συνάρτηση με τους παραπάνω δείκτες ως ποσοτικές αλλά και ως κατηγορικές ανεξάρτητες μεταβλητές.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Υψηλότερες για την ηλικία τιμές ΔΜΣ, Περιμέτρου Μέσης αλλά και ποσοστού σωματικού λίπους συσχετίστηκαν θετικά με αυξημένη πιθανότητα (κίνδυνο) ενωρίτερης ενήβωσης τόσο σε κορίτσια όσο και σε αγόρια, αποτελέσματα σύμφωνα με τα τρέχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα. Στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση αναδείχθηκε μεταξύ των δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν στην τρέχουσα ανάλυση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η παιδική υπερβαρότητα/παχυσαρκία αποτελεί αναμφίβολα έναν σημαντικό παράγοντα καθορισμού της χρονολογικής ηλικίας έλευσης της ήβης, συνιστώντας ακόμα και πιθανό αίτιο κεντρικής πρώιμης ήβης, ιδιαίτερα στα θήλεα. Δεδομένων των επιπτώσεων του χρόνου έλευσης της ήβης, τόσο στην τρέχουσα ψυχοσωματική υγεία του παιδιού, όσο και τη μελλοντική του υγεία στην ενήλικη ζωή, έμφαση πρέπει να δοθεί σε πρακτικές έγκαιρης παρέμβασης και ελέγχου του βάρους σώματος και του πλεονάζοντος σωματικού λίπους κατά την παιδική ηλικία.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Puberty is a critical developmental stage during which the final maturation of the reproductive system and the establishment of reproductive capability occur. Studies have shown that various factors determine the chronological age of pubertal onset, one of the most significant being increased body weight, possibly due to excess body fat.

AIM: The purpose of the present study was to evaluate the effect of Body Mass Index (BMI) and body composition parameters on the chronological age of pubertal onset. Secondly, pairwise associations between the indicators in the sample were studied, as well as the strength of these correlations.

METHODOLOGY: random sample of 53 boys aged 7.94 to 10.11 years and 53 girls aged 7 to 9.01 years were retrospectively studied through successive recordings of pubertal development according to Tanner Staging Map. Clinical evaluation was performed at six-month intervals until the onset of puberty, defined as follows: For females, breast gland maturation corresponding to Tanner Stage II (thelarche) and for males, testicular volume of >=4mL. All patients included in the study did not suffer from chronic or genetic diseases, chromosomal abnormalities, or precocious puberty. The markers studied were BMI, waist circumference (WC), and Body Fat percentage (BF%), transformed into the corresponding z-scores for the Greek pediatric population. Classification was also made based on the correspondence of the indicators to growth curves and categorical variables were generated. Initially, the linear pairwise correlations of quantitative variables were studied using Pearson’s or Spearman’s coefficients, while the association between the categorical variables was explored via the Fisher’s criterion. Survival analysis was then performed using the Cox Proportional Hazards model to estimate the probability (risk) of earlier puberty in relation to the above indicators, both as quantitative and categorical independent variables.

RESULTS: Higher BMI, WC, and BF%-for age were positively associated with an increased probability (risk) of earlier puberty in both girls and boys, results consistent with the current literature. A statistically significant positive correlation was demonstrated between the indicators used in the current analysis.

CONCLUSIONS: Childhood overweight/obesity is an important determinant of pubertal timing, even a potential cause of central precocious puberty (CPP), especially in females. Given the implications of early puberty, both on child’s current psychosomatic health and on their adult health outcome, emphasis should be placed on early intervention practices for body weight and excess body fat monitoring during childhood.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ενήβωση, Δείκτης Μάζας Σώματος, Σωματικό λίπος, Ανάλυση επιβίωσης, Κοορτή

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Pubertal timing, Body Mass Index, Body fat, Survival analysis, Cohort

Αριθμός σελίδων

148

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

112

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 22/07/2025

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3456761

Δημοσίευση

Vozaiti_Niki_Irw_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

25/02/2025

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Δούσης Ευάγγελος, Αν. Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Μοσχόβη Μαρία, Αφ. Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Ιωάννης Κουτελέκος, Αν. Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Απώτερες επιπτώσεις της θεραπείας στους επιζώντες από οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία της παιδικής ηλικίας: Συστηματική Ανασκόπηση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Long-term and late-term effects of treatment in survivors of childhood Acute Lymphoblastic Leukemia: A Systematic Review

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η θεραπεία της οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας (ΟΛΛ) παιδικής ηλικίας έχει απώτερες επιπτώσεις στους επιζώντες.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση των απώτερων επιπτώσεων της θεραπείας στους επιζώντες από ΟΛΛ της παιδικής ηλικίας.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας με χρήση λέξεων-κλειδιών: acute lymphoblastic leukemia, survivors, long effects, late effects, σε διεθνείς βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων (PubMed, Scopus) καθώς και συνώνυμα και συνδυασμούς των όρων. Χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία PICOS και η μεθοδολογία PRISMA σαν αξιολογικό κριτήριο για την εισαγωγή των άρθρων στη μελέτη. Τα κριτήρια εισαγωγής των άρθρων στη μελέτη ήταν: να αφορούν ερευνητικές μελέτες, δημοσιευμένες από το 2019-2023, που διερευνούν τις απώτερες επιπτώσεις της θεραπείας στους επιζώντες από ΟΛΛ της παιδικής ηλικίας, δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά στην αγγλική γλώσσα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Οι απώτερες επιπλοκές της θεραπείας της ΟΛΛ στους επιζώντες αφορούν τη κοινωνική προσαρμογή, τα προβλήματα εγκυμοσύνης, την πρόωρη οφθαλμική γήρανση, τη μη συμμόρφωση με τις οδηγίες για το τρόπο ζωής, τις διαταραχές μνήμης, σπερματογένεσης και την πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, το άγχος, το μικρό ανάστημα και διαταραχές ουροποιητικού συστήματος, θυρεοειδούς, ακοής & δερματικά προβλήματα, τις σχολικές επιδόσεις, το σωματικό βάρος, την κινητική-αισθητηριακή νευροπάθεια, την ενδοκρινοπάθεια.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Είναι πολλαπλές και σημαντικές οι απώτερες επιπτώσεις της θεραπείας στους επιζώντες της ΟΛΛ της παιδικής ηλικίας και η μεγαλύτερη σε βάθος διερεύνησή τους θα συμβάλει στην ανάδειξη των παραγόντων που σχετίζονται με αυτές και θα παρέχει ισχυρές ενδείξεις για την πρόληψη και αντιμετώπισή τους.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Treatment of childhood acute lymphoblastic leukemia (ALL) has long-lasting effects on survivors.

AIM: The purpose of the study was to investigate the long-term and late-term effects of treatment in survivors of childhood ALL.

METHODOLOGY: Systematic literature review using keywords: acute lymphoblastic leukemia,survivors, long term effects, late term effects, in international bibliographic databases (PubMed, Scopus) as well as synonyms and combinations of the terms. The PICOS procedure and the PRISMA methodology were used as evaluative criteria for the inclusion of articles in the study. The inclusion criteria for articles in the study were: to be research studies, published from 2019-2023, investigating the long-term effects of treatment in survivors of childhood ALL, published in English-language scientific journals;

RESULTS: Distant complications of ALL treatment in survivors include social adjustment, pregnancy problems, premature ocular aging, non-adherence to lifestyle guidelines, memory, spermatogenesis and premature ovarian failure disorders, anxiety, short stature and disorders of the urinary system, thyroid, hearing & skin problems, school performance, body weight, motor-sensory neuropathy, endocrinopathy.

CONCLUSIONS: The long-term effects of treatment in survivors of childhood ALL are multiple and significant, and their more in-depth investigation will help highlight the factors associated with them and provide strong evidence for their prevention and treatment.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:

Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, Επιζώντες, Απώτερες επιπτώσεις, Θεραπεία, Όψιμες επιπτώσεις

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

Acute Lymphoblastic Leukemia, Survivors, Long effects, Late effects, Treatment

Αριθμός σελίδων

63

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

78

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3456657

Δημοσίευση

Υπό δημοσίευση στο Περιοδικό “Περιεγχειρητική Νοσηλευτική”

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

17/02/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Αφροδίτη Ζαρταλούδη, Αν. Καθηγήτρια, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Ιωάννης Κουτελέκος, Αν. Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Είδος δεσμού προσκόλλησης, στάσεις απέναντι στο θηλασμό και τυπολογία γονέων παιδιών νηπιακής και πρώτης σχολικής ηλικίας

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Type of parental attachment, attitudes towards breastfeeding and typology of parents of preschool and early school-aged children in Greece

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο συναισθηματικός δεσμός που ανέπτυξε ένα άτομο με τους γονείς του κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας είναι ένας βασικός παράγοντας που θα επηρεάσει τις επιλογές και το στυλ ανατροφής που θα ακολουθήσει το ίδιο όταν θα γίνει γονέας. Από την άλλη ο γονικός τύπος που θα υιοθετήσει και οι επιλογές στην ανατροφή των παιδιών του θα επηρεάσουν την σχέση του με το παιδί του στη συνέχεια. Η επιλογή ή όχι του θηλασμού- τα οφέλη του οποίου είναι ευρέως γνωστά-, η διάρκεια του θηλασμού και γενικά οι πρώιμες εμπειρίες που θα έχει ένα βρέφος και νήπιο κοντά στους γονείς του, φαίνεται πως επηρεάζονται από τους διαφορετικούς γονικούς τύπους και το είδος δεσμού που είχαν αναπτύξει οι γονείς ως παιδιά.

ΣΚΟΠΟΣ: Να διερευνηθεί (α) το είδος του συναισθηματικού δεσμού που είχαν αναπτύξει οι συμμετέχοντες στη μελέτη γονείς με τους δικούς τους γονείς κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, (β) τις στάσεις τους απέναντι στο θηλασμό, (γ) την γονική τυπολογία και (δ) χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των δικών τους παιδιών.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Συγχρονική, ποσοτική μελέτη στην οποία χρησιμοποιήθηκαν αυτό-συμπληρούμενα ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από 862 γονείς (μητέρες και πατέρες) που έλαβαν υποστήριξη από ιδιωτικό κέντρο υποστήριξης μητρότητας και θηλασμού.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η επιλογή του θηλασμού συσχετίστηκε θετικά με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων (p<0,001), τον φυσιολογικό τοκετό (p<0,001), τη διαμονή στην Αθήνα ή σε άλλη αστική περιοχή (p=0,017), την θετική στάση απέναντι στον θηλασμό κατά την κύηση (p<0,001) και για τον θηλασμό μετά τους 12 μήνες (p<0,001), την προηγούμενη εμπειρία θηλασμού (p<0,001), την μη χρήση πιπίλας (p<0,001), την εισαγωγή ολόκληρης τροφής στους 6 μήνες (p<0,001), την συν-διαμονή με το μωρό τους (p<0,001) και την μη εφαρμογή εκπαίδευσης ύπνου (p<0,001). Αντίστοιχα η διάρκεια του θηλασμού συσχετίστηκε θετικά με την διαμονή σε άλλη αστική περιοχή (p<0,001), και την ανεργία (p=0,009). Περισσότερο θήλασαν όσα παιδιά θήλασαν αποκλειστικά (p<0,001), όσα αποθήλασαν φυσικά (p<0,001), όσα γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό (p<0,001), όσα δεν πήραν πιπίλα (p<0,001), όσα ξεκίνησαν με ολόκληρες τροφές την εισαγωγή (p<0,001), όσα έμειναν περισσότερο στο δωμάτιο των γονιών τους (p<0,001), σε όσα δεν εφαρμόστηκε εκπαίδευση ύπνου (p<0,001) και όσων οι γονείς είχαν ενημερωθεί σχετικά (p<0,001). Η υψηλότερη φροντίδα που έλαβαν οι συμμετέχοντες από τους γονείς τους συσχετίστηκε αρνητικά με την αποκλειστικότητα του θηλασμού (p=0,041), την διάρκεια του θηλασμού (p<0,001) και τη θετική στάση για τον θηλασμό μετά τους 12 μήνες (p=0,002). Η υψηλή φροντίδα από την μητέρα (p=0,040) και από τον πατέρα (p=0,029) συσχετίστηκε θετικά με την εφαρμογή εκπαίδευσης ύπνου. Όσες μητέρες έλαβαν υψηλή φροντίδα από τους γονείς τους υιοθέτησαν ένα πιο υποστηρικτικό τύπο (p<0,001), σε αντίθεση με όσες έλαβαν υψηλό έλεγχο (p=0,001), επίσης, χαρακτήρισαν τα παιδιά τους πιο υπάκουα και λιγότερο ευέξαπτα (p=0,009), ενώ όσες έλαβαν περισσότερο έλεγχο χαρακτήρισαν τα παιδιά τους πιο ευέξαπτα (p=0,002) και μη υπάκουα (p<0,001). Ο υποστηρικτικός τύπος μητέρας συσχετίστηκε θετικά με τον φυσικό αποθηλασμό (p=0,018), πιο αυταρχικός τύπος συσχετίστηκε θετικά με την μη αποκλειστικότητα του θηλασμού (p=0,012), τον απότομο αποθηλασμό (p=0,021), τις αλεσμένες τροφές σαν πρώτη τροφή (p=0,001), την μη συν-διαμονή γονέων και παιδιών στο ίδιο δωμάτιο (p<0,001), και την εφαρμογή εκπαίδευσης ύπνου (p<0,001). Αντίστοιχα ήταν τα αποτελέσματα και για τις πιο αυστηρές μητέρες. Η επιτρεπτικότητα στις μητέρες συσχετίστηκε θετικά με μη θηλασμό (p=0,011), μη αποκλειστικό θηλασμό (p=0,002), χρήση πιπίλας (p<0,001), αλεσμένες πρώτες τροφές (p=0,001), και εφαρμογή εκπαίδευσης ύπνου (p=0,001). Για τους πατέρες οι μικρότερη διάρκεια διαμονής στο ίδιο δωμάτιο με το παιδί συσχετίστηκε σημαντικά με πιο αυστηρό τύπο γονέα (p=0,023). Όσα περισσότερα παιδιά είχαν οι μητέρες ήταν περισσότερο αυταρχικές ή επιτρεπτικές (p<0,001) καθώς και οι πατέρες (p<0,001), ενώ η μεγαλύτερη ηλικία του πατέρα συσχετίστηκε θετικά με πιο αυταρχικό τύπο (p=0,001). Μεγαλύτερη ηλικία θηλασμού συσχετίστηκε σημαντικά με λιγότερο αυταρχική μητέρα (p<0,001), λιγότερο αυστηρή (p<0,001) και λιγότερο επιτρεπτική (p=0,001). Θετική στάση απέναντι στον θηλασμό νηπίου (>12 μηνών) συσχετίστηκε σημαντικά με λιγότερο αυταρχική (p<0,001), λιγότερο αυστηρή (p<0,001) ή επιτρεπτική μητέρα (p<0,001). Αντίστοιχα και η συνολική θετική εμπειρία του θηλασμού (p=0,003; p=0,005; p<0,001). Περισσότερο υποστηρικτική μητέρα παρουσίαζε θετικότερη αντίληψη της συμπεριφοράς του παιδιού της, ως λιγότερο ανήσυχο (p=0,015), που μοιράζεται εύκολα (p=0,001), λιγότερο ευέξαπτο (p=0,006), που δέχεται χάδια (p=0,009), που εκφράζει ευκολά τα συναισθήματά του (p<0,001), είναι γενικά υπάκουο (p<0,001), δεν χάνει εύκολα την προσοχή του (p<0,001), δεν είναι νευρικό σε νέες καταστάσεις (p=0,019) και τρομάζει πιο δύσκολα (p=0,028). Σε αντίθεση με τις πιο αυταρχικές, αυστηρές και επιτρεπτικές μητέρες. Πιο υποστηρικτικός πατέρας θεωρούσε ότι το παιδί του μοιράζεται πιο εύκολα (p<0,001). Τέλος μεγαλύτερη ηλικία θηλασμού συσχετίστηκε με μεγαλύτερη ευκολία έκφρασης συναισθημάτων για τα παιδιά (p=0,042) και λιγότερη υπακοή (p=0,021). Περισσότερη θετική αξιολόγηση της συνολικής εμπειρίας του θηλασμού συσχετίστηκε με μικρότερη συμφωνία ότι το παιδί είναι υπερδραστήριο (p=0,020), ευέξαπτο (p=0,004), δεν δέχεται πολλά χάδια (p=0,034), αποσπάται εύκολα η προσοχή του (p=0,004) και τρομάζει (p=0,002). παράλληλα αυξήθηκε ο χρόνος ενασχόλησης με την τηλεόραση και άλλες ψηφιακές δραστηριότητες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ο μητρικός θηλασμός θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά για να υιοθετήσουν οι γονείς ένα πιο υποστηρικτικό στυλ προς τα παιδιά τους, παρά τον τύπο του δεσμού, που ανέπτυξαν με τους δικούς τους γονείς. Η μελέτη θα μπορούσε να αποτελέσει μια βάση για πιο διευρυμένη έρευνα ως προς τον θηλασμό, τις πρώτες επιλογές των γονέων, τον δεσμό προσκόλλησης και την γονεϊκότητα. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης μπορούν να αξιοποιηθούν από τους επαγγελματίες υγείας, προκειμένου να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, ενσυναίσθηση και αποτελεσματικότητα γύρω από θέματα θηλασμού και γονεϊκότητας.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The bond that a person developed with its parents during its childhood is a key factor that will influence the choices and parenting style it will follow when it becomes a parent. On the other hand, the type of parent one adopts and the choices that makes in raising his children will affect its relationship with its child afterwards. The choice or not of breastfeeding – the benefits of which are widely known -, the duration of breastfeeding and in general the early experiences that an infant and toddler will have near their parents, seem to be equally influenced by the different parenting types and the type of bond that parents had developed as children.

AIM: To explore (a) the type of emotional bond that the participants had developed with their own parents during their childhood, (b) their attitudes towards breastfeeding, and (c) their parenting style and (d) behavioral characteristics of their children.

METHODOLOGY: S A cross-sectional study that used self-administered questionnaires completed by 862 parents (mothers and fathers) who received support from a private maternity and breastfeeding support center.

RESULTS: The choice of breastfeeding was positively correlated with parents’ higher educational level (p<0.001), normal delivery (p<0.001), residence in Athens or another urban area ((p=0.017), positive attitude towards breastfeeding during pregnancy (p<0.001) and for breastfeeding after 12 months (p<0.001), previous breastfeeding experience (p<0.001), not using a pacifier (p<0.001), introducing whole foods at 6 months ( p<0.001), co-sleeping with their baby (p<0.001) and not implementing sleep training (p<0.001). Accordingly, the duration of breastfeeding was positively associated with living in another urban area (p<0.001), and unemployment (p=0.009). Longer duration of breastfeeding showed children who were exclusively breastfed (p<0.001), who weaned naturally (p<0.001), who were born naturally (p<0.001), who did not take a pacifier (p<0.001), who started with whole foods ( p<0.001), who stayed longer in their parents’ room (p<0.001), who did not receive sleep training (p<0.001) and those whose parents were informed about breastfeeding (p<0.001). The higher the care participants received from their parents was negatively associated with exclusive breastfeeding (p=0.041), duration of breastfeeding (p<0.001) and positive attitude towards breastfeeding after 12 months (p=0.002). High care from their mother (p=0.040) and from their father (p=0.029) was positively associated with the implementation of sleep training. Mothers who received high care from their parents adopted a more supportive style (p<0.001), in contrast to those who received high control (p=0.001), also rated their children as more obedient and less temperament (p=0.009), while those who received more control rated their children as more temperament (p=0.002) and less docile (p <0.001). The supportive type of mother was positively associated with natural weaning (p=0.018), a more authoritarian type was positively associated with non-exclusive breastfeeding (p=0.012), abrupt weaning (p=0.021), whole food as first food (p =0.001), parents and children not staying together in the same room (p<0.001), and the implementation of sleep training (p<0.001). The results were similar for the strictest mothers. Maternal permissiveness was positively associated with non-breastfeeding (p=0.011), non-exclusive breastfeeding (p=0.002), pacifier use (p<0.001), ground first foods (p=0.001), and implementation of sleep training (p=0.001). For fathers, the shorter duration of stay in the same room as the child was significantly associated with a stricter type of parent (p=0.023). The more children a mother had, the more authoritarian or permissive (p<0.001) they were, as well as fathers (p<0.001), while older father age was positively associated with a more authoritarian type (p=0.001). Older breastfeeding age was significantly associated with a less authoritarian mother (p<0.001), less strict (p<0.001) and less permissive (p=0.001). Positive attitude towards toddler breastfeeding (>12 months) was significantly associated with a less authoritarian (p<0.001), less strict (p<0.001) or permissive mother (p<0.001). Accordingly, the overall positive experience of breastfeeding (p=0.003; p=0.005; p<0.001). A more supportive mother presented a more positive perception of her child’s behavior, as less anxious (p=0.015), sharing easily (p=0.001), less irritable (p=0.006), petting (p=0.009), expressing easily his emotions (p<0.001), is generally obedient (p<0.001), does not lose his attention easily (p<0.001), is not nervous in new situations (p=0.019) and is more difficult to get scared (p=0.028) . In contrast to the more authoritarian, strict and permissive mothers. More supportive father considered his child to share more easily (p<0.001). Finally, older breastfeeding age was associated with greater ease of expressing emotions for children (p=0.042) and less obedience (p=0.021). More positive evaluation of the overall breastfeeding experience was associated with less agreement that the child is hyperactive (p=0.020), irritable (p=0.004), does not accept much caress (p=0.034), is easily distracted (p=0.004) and getting scared (p=0.002).

CONCLUSIONS: Breastfeeding could act as a catalyst for parents to adopt a more supportive style towards their children, regardless of the type of bond they developed with their own parents. The study could serve as a basis for more extensive research on breastfeeding, early parental choices, attachment bond, and parenting. The findings of this study can be utilized by health professionals to demonstrate greater awareness, empathy, and effectiveness regarding issues of breastfeeding and parenting.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:

Θηλασμός, Δεσμός προσκόλλησης, Στάσεις γονέων, Γονεϊκότητα, Γονεϊκή τυπολογία

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

Breastfeeding, Attachment bond, Parental attitudes, Parenting, Parenting style

Αριθμός σελίδων

181

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

247

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 18/02/2026

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3463931

Δημοσίευση

Υπό δημοσίευση στο Περιοδικό “Advances in Experimental Medicine and Biology (AEMB)”

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

10/01/2025

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Αντωνάκου Αγγελική, Καθηγήτρια, Σχολή Επιστημών Υγείας, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος

Μπριάνα Δέσποινα, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Χαρμανδάρη Ευαγγελία, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Ο μητρικός θηλασμός στα πρόωρα νεογνά στην Ελλάδα

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Breastfeeding in premature infants in Greece

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τα οφέλη του θηλασμού στα πρόωρα (και μη) βρέφη είναι πολλαπλά τόσο για το βρέφος όσο και για τη μητέρα. Ειδικά στις περιπτώσεις προωρότητας τα οφέλη είναι δυ-νητικά περισσότερα. Στην Ελλάδα ωστόσο, τα ποσοστά θηλασμού σε πρόωρα βρέφη είναι χαμηλά.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της έρευνας είναι η διερεύνηση των παραγόντων που επιδρούν στον θηλασμό των πρόωρων βρεφών, εστιάζοντας στις γνώσεις και στην αντίληψη των ίδιων των μητέρων για την αυτοαποτελεσματικότητά τους σχετικά με τον θηλασμό.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Διεξήχθη ποσοτική έρευνα με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, το οποίο διαμοιράστηκε μέσω του εργαλείου Google Forms, σε ομάδες-σελίδες στα μέσα κοι-νωνικής δικτύωσης και σε forum που επισκέπτονται μητέρες με πρόωρα βρέφη. Εκτός από τους κοινωνικούς-δημογραφικούς παράγοντες και τους παράγοντες που σχετίζονται με την κύηση και τον τοκετό, η εστίαση της έρευνας ήταν στη γνώση και στην αυτοαποτελεσματι-κότητα σχετικά με το θηλασμό.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 154 συμμετέχουσες, που γέν-νησαν πρόωρα βρέφη εντός των τελευταίων 6 μηνών. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 35.54±6 έτη, το 62.4% ήταν πρωτότοκες, το 69.5% διένυαν μονήρη κύηση και το 54.5% γέννησε με καισαρική με μέση διάρκεια κύησης τις 34-36 εβδ., ενώ το 23.4% δεν α-νέφερε κάποια παθολογία. Η μέση τιμή γνώσεων περί θηλασμού ήταν 40,65 (range 30-67) και η μέση τιμή αυτοαποτελεσματικότητας 36,94 (range 25-64).Τα ευρήματα της στατιστικής ανάλυσης κατέδειξαν μια θετική σύνδεση του θηλασμού στα πρόωρα βρέφη και της αυτο-αποτελεσματικότητας της μητέρας. Αντίστοιχα, θετική είναι η σύνδεση μεταξύ της γνώ-σης/ενημέρωσης της μητέρας και του θηλασμού στα πρόωρα βρέφη. Κρίσιμη για την έναρ-ξη και την επιτυχία του θηλασμού είναι η υποστήριξη που λαμβάνει η μητέρα από στενό και ευρύτερο περιβάλλον της, όπως επίσης από το ιατρικό, μαιευτικό και νοσηλευτικό προσω-πικό. Τέλος, η ηλικία, η εκπαίδευση, αλλά και οι παράγοντες που σχετίζονται με την κύηση, τοκετό και τη μετέπειτα υγεία του βρέφους ομοίως επηρεάζουν τον μητρικό θηλασμό στα πρόωρα βρέφη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι γυναίκες με υψηλότερου βαθμού αυτοαποτελεσματικότητα και γνώση μέσω προγραμμάτων θηλασμού έχουν περισσότερες πιθανότητες να θηλάσουν αποκλειστικά τα πρόωρα βρέφη τους σε σχέση με το να δώσουν αποκλειστικά γάλα φόρ-μουλα. Επιπροσθέτως, οι γυναίκες με υψηλότερου βαθμού αυτοαποτελεσματικότητα και γνώση με μικρότερη ηλικία, των οποίων τα βρέφη παρέμειναν μικρότερο διάστημα σε ΜΕΝΝ, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εφαρμόσουν μεικτή διατροφή σε σχέση με το να δώσουν αποκλειστικά γάλα φόρμουλα.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: The benefits of breastfeeding for premature (and non-premature) infants are multiple for both the infant and the mother. Especially in cases of prematurity, the possibil-ity of developing an illness in the infant is high, and for this reason, breast milk is recommend-ed, which can protect the infant.

AIM: The dissertation aims to investigate the factors that influence breastfeeding in premature infants with an emphasis on knowledge and self-efficacy regarding breastfeeding practice. The research objectives analyzed are the investigation of whether women who have given birth to premature infants breastfeed or not, the examination of whether the profile of women plays an important role in the breastfeeding of the premature infant, the investigation of the factors that play an important role in the breastfeeding of the premature infant infants and fi-nally, the development of suggestions on how women could be helped to breastfeed their premature infants.

METHODOLOGY: Quantitative research was conducted using a structured questionnaire, which was distributed via Google Forms, on social media groups-pages and forums visited by mothers of preterm infants. In addition to socio-demographic and factors related to pregnancy and childbirth, the research focus was on knowledge and self-efficacy about breastfeeding. The research sample consists of 154 participants, who gave birth to premature babies within the last 6 months.

RESULTS: The findings of the statistical analysis demonstrated a positive association be-tween breastfeeding in preterm infants and maternal self-efficacy. Accordingly, the associa-tion between maternal knowledge/information and breastfeeding in preterm infants is positive. Critical to the initiation and success of breastfeeding is the support the mother receives from her close and wider environment, as well as from the medical, midwifery and nursing staff. Finally, age, education, but also factors related to pregnancy, delivery and the subsequent health of the infant similarly affect breastfeeding in premature infants.

CONCLUSIONS: Women with higher levels of self-efficacy and knowledge through breast-feeding programs are more likely to exclusively breastfeed their premature infants compared to exclusively formula feeding. Furthermore, women with higher levels of self-efficacy and knowledge, who are younger and whose infants spent less time in the NICU, are more likely to practice mixed feeding compared to exclusively formula feeding.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Μητρικός Θηλασμός, Πρόωρα Βρέφη, Αυτοαποτελεσματικότητα, Γνώση

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Breastfeeding, Premature Infants, Self-Efficacy, Knowledge

Αριθμός σελίδων

137

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

103

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3448430

Δημοσίευση

Kritikou_Marietta_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

24/01/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Παναγιώτα Περβανίδου, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Αργύριος Ντινόπουλος Καθηγητής Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Μελέτη των επιδράσεων της κρίσης του Κορωνοϊού / Covid-19 σε παραμέτρους της συμπεριφοράς και στις λαμβανόμενες υπηρεσίες σε παιδιά 3-18 ετών με Διαταραχή Φάσματος Αυτισμού

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Study of the effects of the Corona virus/Covid-19 crisis on behavioral parameters and the services received in children aged 3-18 with Autism Spectrum Disorder

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η εμφάνιση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 στην χώρα μας και τα λαμβανόμενα περιοριστικά μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσής του αντιστοιχούν σε καταστάσεις κρίσεων, κατά τις οποίες παρατηρούνται αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες και συμπεριφορές των ατόμων. Τα παιδιά και οι έφηβοι με Διαταραχή στο Φάσμα του Αυτισμού (ΔΦΑ), αποτελούν ευάλωτη ομάδα κυρίως λόγω των συμπεριφορικών ιδιαιτεροτήτων, του κοινωνικού ελλείματος που παρουσιάζουν και της συχνά υπάρχουσας συννοσηρότητας με άλλες διαταραχές. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια συνοπτική παρουσίαση της
επίδρασης των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού στην Ελλάδα κατά την διάρκεια των μηνών Απριλίου-Μαΐου του 2020, σε παιδιά
και εφήβους με ΔΦΑ.

ΣΚΟΠΟΣ: Η διερεύνηση της επίδρασης της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης σε παραμέτρους συμπεριφοράς, επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, εκπαίδευσης και θεραπευτικών προγραμμάτων των παιδιών με ΔΦΑ, αποτελεί τον σκοπό της μελέτης και στοχεύει στην αξιολόγηση των ειδικών αναγκών και των αλλαγών που σχετίζονται με την κρίση του κορονοϊού/ COVID19 στην συγκεκριμένη ομάδα παιδιών και εφήβων.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Για τον σκοπό της έρευνας, μελετήθηκαν 70 παιδιά 3 έως 18 ετών με ΔΦΑ που παρακολουθούνται και υποστηρίζονται στη Μονάδα Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής της Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». Η συλλογή των δεδομένων έγινε από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 2020 και αφορούν την περίοδο του εγκλεισμού του Απριλίου-Μαΐου 2020. Για την συλλογή τους χορηγήθηκε το ερωτηματολόγιο μελέτης επιπτώσεων από την πανδημία του κορωνοϊού/Covid-19 CRISIS για γονείς/φροντιστές προσαρμοσμένο στον αυτισμό και σε σχετιζόμενες νευροαναπτυξιακές καταστάσεις v0.3.1, το οποίο αποτελείται από 94 ερωτήσεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι η περίοδος της απομόνωσης, κατά το πρώτο κύμα, επέφερε αλλαγές τόσο στις καθημερινές συνήθειες των παιδιών, όσο και στην συμπεριφορά τους. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε αλλαγή στην ώρα κατάκλισης των παιδιών, η οποία φαίνεται να συνέβαινε αργότερα από αυτή πριν την περίοδο της απομόνωσης, αυξήθηκε ο χρόνος ύπνου των παιδιών τόσο τις καθημερινές όσο και τα σαββατοκύριακα, όπως επίσης φάνηκε ότι περισσότερα παιδιά δυσκολεύονταν να αποκοιμηθούν εντός 20΄από τη στιγμή που ξάπλωναν σε σχέση με την περίοδο πριν τον εγκλεισμό. Σημειώθηκε, επίσης, μείωση στο ποσοστό των παιδιών που ασκούνταν συστηματικά (3-4 φορές την εβδομάδα), ενώ παράλληλα αυξήθηκε ο χρόνος ενασχόλησης με την τηλεόραση και άλλες ψηφιακές δραστηριότητες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η συμπεριφορά των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται, καθώς καταγράφηκε σημαντική αύξηση στην αισθητηριακή αναζήτηση και αύξηση της επιθετικότητας των παιδιών προς άλλους ή αντικείμενα, ενδεχομένως ως αντίδραση στις αλλαγές του περιβάλλοντος και των ρουτινών τους. Τέλος,αρκετές από τις θεραπείες των παιδιών πραγματοποιήθηκαν εξ΄ αποστάσεως με τη χρήση της τηλεϊατρικής ή/και την αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων και κρίθηκαν βοηθητικές από αρκετούς γονείς. Η κρίση του κορωνοϊού στην Ελλάδα κατά το πρώτο κύμα είχε σαν συνέπεια σημαντικές αλλαγές στις παραμέτρους που μελετήθηκαν στα παιδιά και τους εφήβους με ΔΦΑ.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: The emergence of the SARS-CoV-2 coronavirus in Greece and the restrictive measures taken to prevent its spread are associated with crises,
during which changes in individuals’ daily habits and behaviors are observed. Children and adolescents with Autism Spectrum Disorder (ASD) constitute a
vulnerable group primarily due to behavioral peculiarities, social deficits, and often existing comorbidities with other disorders. This study is a brief presentation of the impact of the restrictive measures for tackling the coronavirus in Greece during April and May 2020 on children and adolescents with ASD.

AIM: The aim of the study was to investigate the impact of the current health crisis on behavior, communication, interaction, education, and therapeutic programs of children with ASD, aiming to assess the specific needs and changes related to the COVID-19 crisis in this particular group of children and adolescents.

METHODOLOGY: Seventy (70) children and adolescents aged 3 to 18 years with ASD who are monitored and supported at the Unit of Developmental and Behavioral Pediatrics, First Department of Pediatrics at the National and Kapodistrian University of Athens (NKUA), “Aghia Sophia” Children’s Hospital were studied. Data collection was conducted from May to June 2020 and was focused on the lockdown period from April to May 2020. To collect the data, the
Coronavirus/COVID-19 CRISIS impact study questionnaire for parents/caregivers adapted for autism and related neurodevelopmental conditions v0.3.1, consisting of 94 questions, was administered.

RESULTS: The results of this study showed that the isolation period during the first wave led to changes in children’s daily habits and behaviors. Specifically, there was an increase in children who regularly experienced sleep difficulties, and their bedtime tended to be later than before the isolation period. Additionally,
there was a decrease in the percentage of children who exercised regularly (3- 4 times a week), while screen time (TV) was increased. Children’s behaviors
and emotions seemed to be affected, as an increase in aggressive behavior towards other people or objects was observed. Finally, a negative impact on children’s therapeutic interventions was found. However, many interventions were conducted remotely using telemedicine or electronic messaging, which parents found helpful.

CONCLUSIONS: The coronavirus crisis in Greece during the first wave resulted in significant changes in the parameters studied in children and adolescents with ASD (Autism Spectrum Disorder).

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Kορωνοϊός, Covid-19, Πανδημία, Υγειονομική κρίση, Αυτισμός, Διαταραχή αυτιστικού φάσματος

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Coronavirus, Covid-19, Pandemic, Health crisis, Autism, Autism spectrum disorder

Αριθμός σελίδων

191

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

74

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 01/08/2027

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3457810

Δημοσίευση

Economou_Polyxeni_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

09/01/2025

Έτος εκπόνησης

2024

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Αθανάσιος Μίχος, Καθηγητής, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Μανθούλα Βαλάρη, Διευθύντρια ΕΣΥ, A’ Παιδιατρική Κλινική, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»

Πρωτότυπος Τίτλος

Κλινικά-εργαστηριακά ευρήματα και πρόγνωση, σε παιδιά με μαστοκυττάρωση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Clinical-laboratory findings and prognosis in children with mastocytosis

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η μαστοκυττάρωση χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση μαστοκυττάρων στο δέρμα και άλλα όργανα. Στα παιδιά εντοπίζεται κυρίως στο δέρμα και συνήθως υποχωρεί αυτόματα έως την εφηβεία.

ΣΚΟΠΟΣ: Να μελετήσει την φυσική πορεία, τα εκλυτικά αίτια, τους προγνωστικούς παράγοντες, τις επιπλοκές της δερματικής μαστοκυττάρωσης στα παιδιά και την επίδραση στην ποιότητα ζωής τους.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Ασθενείς ηλικίας κάτω των 15 ετών που διαγνώστηκαν με μαστοκυττάρωση στο δέρμα, το χρονικό διάστημα 2004-2009 συμπεριελήφθησαν στην μελέτη. Συγκεντρώθηκαν πληροφορίες σχετικά με τα συμπτώματα, τις κλινικές εκδηλώσεις, την ηλικία έναρξης, τα εργαστηριακά ευρήματα και την επίδραση στην ποιότητα ζωής των παιδιών, με την βοήθεια ερωτηματολογίου για γονείς.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Συνολικά 35 ασθενείς παρακολουθήθηκαν μακροχρόνια για 10 έτη. Η αναλογία αρρένων: θηλέων ήταν 2:1. Στο 82,8% των περιπτώσεων η ηλικία έναρξης της νόσου ήταν κάτω του έτους. 20 ασθενείς παρουσίαζαν μελαγρωματική κνίδωση (ΜΚ) (57%), 12 μονήρες μαστοκύττωμα (ΜΜ) (34,2%) και 2 διάχυτη δερματική μαστοκυττάρωση (ΔΔΜ) (5,7%). Σημαντική βελτίωση ή ύφεση μετά 10 έτη, παρατηρήθηκε στο 83% των ασθενών με ΜΜ και σε όλους τους ασθενείς με ΜΚ και ΔΔΜ. Μεγαλύτερος αριθμός δερματικών βλαβών, εντονότερα συμπτώματα και αυξημένες τιμές τρυπτάσης συσχετίστηκαν με επιμένουσα νόσο. Κανένας από τους ασθενείς δεν εμφάνισε συστηματική μορφή μαστοκυττάρωσης. Αλλεργίες αναφέρθηκαν σε 9 ασθενείς (25,7%) και σε ένα σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι. Για κανέναν ασθενή δεν αναφέρθηκε ότι η μαστοκυττάρωση είχε σοβαρή επίδραση στην ποιότητα ζωής του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα περισσότερα παιδιά με μαστοκυττάρωση παρουσιάζουν μερική ή πλήρη ύφεση του εξανθήματος πριν την εφηβεία. Η μαστοκυττάτωση έχει ελάχιστη επίδραση στην ποιότητα ζωής των μικρών ασθενών.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

INTRODUCTION: Mastocytosis is characterized by the accumulation of mast cells in the skin and other organs. In children, it is mainly located in the skin and usually resolves spontaneously by adolescence.

AIM: To study the natural course, causative factors, prognostic factors, complications of cutaneous mastocytosis in children, and its impact on their quality of life.

METHODOLOGY: Patients under the age of 15 who were diagnosed with cutaneous mastocytosis between 2004 and 2009 were included in the study. Information was collected regarding symptoms, clinical manifestations, age of onset, laboratory findings, and the impact on the quality of life of children, with the assistance of a questionnaire for parents.

RESULTS: A total of 35 patients were followed up for 10 years. The male-to-female ratio was 2:1. In 82.8% of cases, the onset of the disease occurred before the age of one. Twenty patients had maculopapular cutaneous mastocytosis (MCM) (57%), 12 had solitary mastocytomas (SM) (34.2%), and 2 had diffuse cutaneous mastocytosis (DCM) (5.7%). Significant improvement or resolution after 10 years was observed in 83% of patients with SM and in all patients with MCM and DCM. A greater number of skin lesions, more pronounced symptoms, and elevated tryptase levels were associated with persistent disease. None of the patients developed systemic mastocytosis. Allergies were reported in 9 patients (25.7%), and one had type I diabetes mellitus. No patient reported a significant impact of mastocytosis on their quality of life.

CONCLUSIONS: Most children with mastocytosis experience partial or complete resolution of the rash before adolescence. Mastocytosis has minimal impact on the quality of life of young patients.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Δερματική μαστοκυττάρωση, Μελαχρωματική κνίδωση, Πρόγνωση, Παιδιά

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Cutaneous mastocytosis, Urticaria pigmentosa, Prognosis, Children

Αριθμός σελίδων

94

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

75

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3450345

Δημοσίευση

Palioura_Alexia_Eleftheria_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

27/03/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ξεπαπαδάκη Παρασκευή, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Παπαδόπουλος Νικόλαος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Μανιός Ιωάννης, Καθηγητής, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Πρωτότυπος Τίτλος

Η φυσική πορεία της αλλεργικής ευαισθητοποίησης στους ξηρούς καρπούς, σε παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The natural history of tree nut sensitization in children and adolescents in Greece

Περίληψη

Ελληνικά:

ΣΚΟΠΟΣ: Η περιγραφή της φυσικής πορείας της αλλεργίας σε ξηρούς καρπούς (ΞΚ) σε παιδιά 6 μηνών έως 18 ετών στην Ελλάδα, και ο εντοπισμός παραγόντων που επιδρούν σε αυτή.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Ανασκοπήθηκαν οι φάκελοι 393 παιδιών με άμεσου τύπου αλλεργία σε ΞΚ που παρακολουθούνταν στη Μονάδα Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας της ΒΠΠΚ τα έτη 2010-2021. Ως άμεσου τύπου αλλεργία ορίστηκε η θετική δοκιμασία πρόκλησης (ΔΠ) ή/και το θετικό ιστορικό αντίδρασης (ΘΙΑ). Ως LTP-φαινότυπος ορίστηκε το θετικό ιστορικό αντίδρασης και η επιτυχής ΔΠ σε χαμηλότερη τελική δόση. Ως ανάπτυξη ανοχής ορίστηκε η αρνητική ΔΠ επί προγενέστερου ΘΙΑ ή/και θετικής ΔΠ. Εξετάστηκε η συσχέτιση της εμφάνισης αλλεργίας ή ανοχής με το λοιπό αλλεργιολογικό ιστορικό και την κατανάλωση ΞΚ. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε στο R Studio (p<0,05)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Εντάχθηκαν στη μελέτη 393 παιδιά, 247(62%) αγόρια, εκ των οποίων 206(52,4%) είχαν αλλεργία και σε άλλα τρόφιμα, 318(80,9%) είχαν συνυπάρχουσες αλλεργικές νόσους, και 247(62,8%) είχαν θετικό οικογενειακό ιστορικό ατοπίας. Η διάμεση ηλικία πρώτης αντίδρασης ήταν 30 μήνες, με κατά σειρά συχνότητας, εμπλεκόμενους καρπούς: ανακαρδιοειδή (54,5%, n=214), καρύδι (30%, n=118), φουντούκι (23,4%, n=92), αραχίδα (22,1%, n=87), και αμύγδαλο (8%, n=33). Η πλειονότητα των ασθενών (256, 65%,) εμφάνισε αλλεργία σε έναν καρπό. Οι σοβαρότερες αντιδράσεις αφορούσαν στα ανακαρδιοειδή. Ο LTP-φαινότυπος αφορούσε στο 2% (n=8). Υψηλότερες τιμές SPT/sIgE, Ana-o-2, Cor-a-14 και Ara-h-2, συσχετίστηκαν σημαντικά με εμφάνιση αλλεργίας. Ανοχή αναπτύχθηκε στο 10,4%(n=41), συχνότερα στο αμύγδαλο (15,2%) και σπανιότερα στο κάσιου (3,5%). Η ανάπτυξη ανοχής στο καρύδι συσχετίστηκε με την κατανάλωση άλλων ΞΚ (OR=4,23, p=0,049), την απουσία αλλεργικής ρινίτιδας (OR=0,11, p=0,022) και τις χαμηλές τιμές SPT(p=0,001)/sIgE(p=0,001), ενώ στην αραχίδα με χαμηλές τιμές sIgE(p=0,010).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Στον πληθυσμό μας, η αλλεργία σε ΞΚ οφείλεται συχνότερα στα ανακαρδιοειδή. Αυτόματη ανάπτυξη ανοχής εμφανίζεται στο 10,4% των παιδιών, συχνότερα στο αμύγδαλο, και σχετίζεται με χαμηλές τιμές ευαισθητοποίησης, την κατανάλωση άλλων Ξ.Κ και την απουσία αλλεργικής ρινίτιδας.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

AIM: To describe the natural history of nut allergy in children aged 6 months to 18 years in Greece and to identify the factors influencing its progression.

METHODOLOGY: We reviewed the records of 393 children with IgE-mediated TN allergy who were followed up in our unit between 2010 and 2021. IgE-mediated allergy was defined as a positive oral food challenge (OFC) and/or a positive history of reaction (PHR). The LTP phenotype was defined as a PHR and a successful OFC at a lower final dose. Tolerance development was defined as a negative OFC following a previously positive OFC or a prior PHR. The correlation between the occurrence of allergy or tolerance with the allergic history and the consumption of nuts was analysed. Statistical analysis was conducted using R Studio, with significance set at p < 0.05.

RESULTS: Of the 393 children, 62% were boys, 52.4% had other food allergies, 80.9% had co-existing allergic diseases, and 62.8% had a positive family history of atopy. The median age of first reaction was 30 months. The rates of nut allergy, in descending order, were as follows: anacardioides (54.5%, n=214), walnut (30%, n=118), hazelnut (23.4%, n=92), peanut (22.1%, n=87), and almond (8%, n=33). Most patients (65%, n=256) had allergy to a single nut, with anacardioides causing the most severe reactions. The LTP phenotype was present in 2% (n=8). Higher values of SPT/sIgE, Ana o 2, Cor a 14, and Ara h 2 were significantly associated with the occurrence of allergy. Tolerance developed in 10.4% (n=41) of patients, most frequently to almond (15.2%) and least frequently to cashew (3.5%). Tolerance to walnut was associated with the consumption of other tree nuts (OR = 4.24, p = 0.049), absence of allergic rhinitis (OR=0.11, p=0.022), and lower SPT and sIgE values (Wilcoxon Rank-sum test, p=0.001 for both SPT and sIgE). Tolerance to peanut was linked to lower sIgE values (Wilcoxon Rank-sum test, p=0.009).

CONCLUSIONS: In our population, TN allergy was mostly caused by anacardioides. Spontaneous tolerance developed in 10.4% of children, most frequently to almonds, and was associated with lower sensitisation values, TN consumption, and absence of allergic rhinitis.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Ξηροί καρποί, Αραχίδα, Αλλεργία, Ανοχή, Παιδιά

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Tree Nuts, Peanuts, Allergy, Tolerance, Children

Αριθμός σελίδων

98

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

54

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 28/03/2026

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3476325

Δημοσίευση

Papathanasiou_Sofia_Lydia_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

25/02/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Παντελεήμων Περδικάρης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Αφροδίτη Ζαρταλούδη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΠΑΔΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε εφήβους μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον: Συστηματική ανασκόπηση

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

The obesity treatment in adolescents inside their family environment: Systematic Review

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η παχυσαρκία κατά την εφηβεία αναδύεται ως ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, αφού και τα ποσοστά των παχύσαρκων έφηβων αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς. Σε αυτό το σημαντικό ζήτημα, εκτός από βιοχημικούς/γενετικούς παράγοντες, οι οποίοι συμβάλλουν στην εμφάνιση παχυσαρκίας, οι παράγοντες που ευθύνονται κατά κύριο λόγο αφορούν τη διατροφή και τη φυσική κατάσταση των νέων. Οι λανθασμένες διατροφικές επιλογές και γενικότερα η υιοθέτηση ενός μη υγιεινού τρόπου ζωής ξεκινά από πολύ νωρίς με την οικογένεια να παίζει καθοριστικό ρόλο.

ΣΚΟΠΟΣ: Ο ήδη υπάρχον υψηλός αριθμός εφήβων που εμφανίζουν παχυσαρκία επιφέρει αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Μία κατηγορία μέτρων/παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να ληφθούν για την πρόληψη της εφηβικής παχυσαρκίας αφορούν το οικογενειακό περιβάλλον. Συνεπώς, στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί η υπάρχουσα βιβλιογραφία έτσι ώστε να γίνει κατανοητό τι είναι η παχυσαρκία, ποιοι είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της και οι τρόποι με τους οποίους η οικογένεια μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των εφήβων και να αποτελέσει μέσο θεραπείας της παχυσαρκίας (συμπεριφορά, δίαιτα, φυσική δραστηριότητα, ύπνος, κλπ).

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πραγματοποίηση διεξοδικής μελέτης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, χρησιμοποιώντας έγκυρες βάσεις δεδομένων σε θέματα υγείας (PubMed, GoogleScholar και Scopus), έτσι ώστε να ανευρεθούν δημοσιευμένα άρθρα σχετικά με οικογενειακές παρεμβάσεις οι οποίες συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της εφηβικής παχυσαρκίας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η συστηματική ανασκόπηση έδειξε ότι η οικογένεια μπορεί να έχει σημαντική επιρροή στα μέλη της, ενώ όταν δυσλειτουργεί μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση περίσσιου βάρους από τα μέλη της και ιδιαίτερα τους εφήβους. Προγράμματα παρεμβάσεων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον έδειξαν θετική επίδραση στην απώλεια βάρους στους εφήβους. Τα προγράμματα αυτά όταν αφορούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας (γονείς και παιδιά/εφήβους) και όχι μόνο τα παιδιά/εφήβους είχε ακόμη πιο θετικά αποτελέσματα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Προγράμματα παρεμβάσεων που στοχεύουν την οικογένεια είναι ικανά να αλλάξουν τις καθημερινές συνήθειες στα μέλη της, με αποτέλεσμα οι έφηβοι να αποκτούν υγιεινές διατροφικές συνήθειες και να αυξήσουν τη σωματική δραστηριότητα τους, με αποτέλεσμα την απώλεια ή/και διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Obesity in adolescence is emerging as a serious health problem, since the rates of obese adolescents are rapidly increased. In this important issue, in addition to biochemical/genetic factors that contribute to the development of obesity, the factors primarily responsible for obesity relate to the diet and physical fitness of young people. Ιncorrect dietary choices and, in general, the adoption of an unhealthy lifestyle starts very early with the family playing a pivotal role.

AIM: The already high number of obese adolescents has a negative impact on their lives and society in general. One category of measures/interventions that could be taken to prevent childhood obesity is related to the family environment. Therefore, this thesis will study the existing literature in order to understand what obesity is, the factors that contribute to its occurrence and the ways in which the family can influence the behavior of the adolescents and be a means of treating obesity (behavior, diet, physical activity, sleep, etc.).

METHODOLOGY: Conduction of a systematic review of the existing literature, using authoritative health databases (PubMed, GoogleScholar and Scopus), to identify published articles on family interventions that contribute to the treatment of adolescent obesity.

RESULTS: The systematic review showed that the family holds considerable influence over its members, which, when dysfunctional, can lead to the acquisition of excess weight in its members. Intervention programs within the family environment showed a positive effect on weight loss in adolescents. The involvement of all the family members in these programs (parents and teenagers) and not just teenagers had even more positive results.

CONCLUSIONS: Intervention programs targeting the family are able to change the daily habits of family members, resulting in adolescents acquiring healthy eating habits and increasing their physical activity, leading to the loss and/or maintenance of a normal weight.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Παχυσαρκία, Έφηβοι, Οικογένεια, Παρεμβάσεις αποτροπής

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Οbesity, adolescents, family and prevention interventions.

Αριθμός σελίδων

58

Ευρετήριο

Ναι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

54

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 25/08/2025

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3466213

Δημοσίευση

Smyrnioti_Olympia_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

23/01/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Ευαγγελία Χαρμανδάρη, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Γεώργιος Παλτόγλου, Παιδίατρος-Παιδοενδοκρινολόγος, Ακαδημαϊκός Υπότροφος, Β’ Παιδιατρική Κλινική, Νοσοκομείο Παίδων “Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού”

Πρωτότυπος Τίτλος

Υποβηταλιποπρωτεϊναιμία και συσχέτιση με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και μεταβολικού συνδρόμου σε υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά και εφήβους

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Hypobetalipoproteinemia and association with cardiovascular risk factors and metabolic syndrome in children and adolescents with overweight and obesity

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο δυσλιπιδαιμίας, υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που αποτελούν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και μεταβολικού συνδρόμου. Δείκτες, όπως η απολιποπρωτεΐνη Β και η απολιποπρωτεΐνη Α1, αποτελούν καλούς προγνωστικούς παράγοντες για καρδιαγγειακή νόσο.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας αναδρομικής μελέτης είναι να διερευνηθεί κατά πόσο η υποβηταλιποπρωτεϊναιμία σε παιδιά και εφήβους με υπερβαρότητα και παχυσαρκία συσχετίζεται με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και με το μεταβολικό σύνδρομο.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Πρόκειται για μία αναδρομική μελέτη κοορτής ασθενών-μαρτύρων. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Πρόληψης και Αντιμετώπισης Αυξημένου Βάρους Σώματος κατά την Παιδική και Εφηβική ηλικία, Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη, A’ Παιδιατρική Κλινική, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεδομένα από διακόσια δεκατέσσερα (σύνολο = 214, 102 αγόρια, 112 κορίτσια) παιδιά και εφήβους, ηλικίας 10,74 ± 2,74 ετών [μέσος όρος ± τυπικό σφάλμα (standard error-SE)] που παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα ενός έτους αναλύθηκαν αναδρομικά. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε αυτούς με παχυσαρκία (n = 114, 51%), υπερβαρότητα (n = 63, 29,5%) ή φυσιολογικό ΔΜΣ (n =37, 17,5%) σύμφωνα με την IOTF. Η ομάδα ασθενών περιελάμβανε παιδιά και εφήβους με υποβηταλιποπρωτεϊναιμία (ApoB <55 mg/dL) ενώ η ομάδα ελέγχου αποτελούνταν από αντίστοιχα ως προς την ηλικία, τον ΔΜΣ και το φύλο, παιδιά και εφήβους χωρίς υποβηταλιποπρωτεϊναιμία. Και οι δύο ομάδες συμμετείχαν σε ένα ολοκληρωμένο, διεπιστημονικό, εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης, διατροφής, άσκησης και ύπνου για ένα έτος. Τα ερευνητικά δεδομένα συλλέχθηκαν στην αρχή της μελέτης και μετά από ένα έτος παρέμβασης. Οι συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν περαιτέρω σε δύο ομάδες: Μία ομάδα που πληρούσε τα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου στην παιδική και εφηβική ηλικία (ομάδα Α) και μία ομάδα που δεν πληρούσε τα κριτήρια (ομάδα Β). Ακολούθως πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων κατά την αρχική αξιολόγηση (πρωταρχικό μέτρο έκβασης) και μετά από 1 έτος παρέμβασης (δευτερεύον μέτρο έκβασης).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Οι συγκεντρώσεις της ΑpoΒ αυξήθηκαν στατιστικώς σημαντικά (p<0.05) στην ομάδα των παιδιών με υποβηταλιποπρωτεϊναιμία μετά από 1 έτος. Δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της υποβηταλιποπρωτεϊναιμίας με το μεταβολικό σύνδρομο κατά IDF στον παιδιατρικό πληθυσμό.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Οι συγκεντρώσεις ΑpoB αυξάνονται μετά από 1 έτος παρακολούθησης και εφαρμογής εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής, φυσικής άσκησης και ύπνου. Η γνωστή συσχέτιση των ελαττωμένων συγκεντρώσεων της ΑpoB με τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο στους ενήλικες καθιστούν απαραίτητη τη διενέργεια προληπτικών μελετών με έναρξη στην παιδική και εφηβική ηλικία

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: Obesity increases the risk of dyslipidemia, hypertension and diabetes mellitus type 2, which are cardiovascular and metabolic syndrome risk factors. Markers, such as apolipoprotein B and apolipoprotein A1, are good predictors of cardiovascular disease.

AIM: The purpose of this retrospective study is to investigate whether hypobetalipoproteinemia in children and adolescents with overweight and obesity is associated with cardiovascular risk factors and the metabolic syndrome.

METHODOLOGY: This is a retrospective study of a cohort of patients-controls. The study was carried out at the Center for the Prevention and Management of Overweight and Obesity in Childhood and Adolescence, Division of Endocrinology, Metabolism and Diabetes, First Department of Pediatrics, ” Aghia Sophia” Children’s Hospital, National and Kapodistrian University of Athens Medical School. Data from two hundred and fourteen (total = 214, 102 boys and 112 girls) children and adolescents, aged 10.74 ± 2.74 years [mean ± standard error (SE)] followed for one year were retrospectively analyzed. Subjects were classified as having obesity (n = 114,51%), overweight (n = 63, 29.5%) or normal BMI (n =37, 17.5%) according to the IOTF. The patient group included children and adolescents with hypobetalipoproteinemia (ApoB <55 mg/dl) while the control group consisted of age-, BMI-, and sex-matched children and adolescents without hypobetalipoproteinemia. Both groups participated in a comprehensive, multidisciplinary, personalized, lifestyle intervention program of diet, sleep and exercise for one year. Research data were collected at the beginning of the study and after one year of intervention. Participants were further categorized into two subgroups: A group that met the criteria for metabolic syndrome in childhood and adolescence (group A) and a group that did not meet criteria (group B). A comparison was then made between the two groups at initial (primary outcome measure) and annual assessment (secondary outcome measure).

RESULTS: ApoB concentrations increased significantly (p<0.05) in the group of children with hypobetalipoproteinemia after 1 year. No significant association of hypobetalipoproteinemia with metabolic syndrome was noted in the pediatric population..

CONCLUSIONS: ApoB concentrations increase after 1 year of the implementation of an personalized, lifestyle intervention program of diet, sleep and exercise for one year. The established association of reduced ApoB concentrations with cardiometabolic risk in adults makes it necessary to conduct preventive studies starting in childhood and adolescence.

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
Απολιποπρωτεΐνη Β, Μεταβολικό Σύνδρομο, Καρδιαγγειακή νόσος

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
Apolipoprotein B, Metabolic Syndrome, Cardiovascular disease

Αριθμός σελίδων

73

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

103

Ψηφιακά Αρχεία

Πρόσβαση από 23/07/2025

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3457089

Δημοσίευση

Tzounakou_Anastasia_Maria_Dimosieysi

Ακαδημαϊκή μονάδα

Σχολή Επιστημών Υγείας
Τμήμα Ιατρικής
ΠΜΣ Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα
Κατεύθυνση Γενική και Εξειδικευμένη Παιδιατρική: Κλινική Πράξη και Έρευνα

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας

Ημερομηνία κατάθεσης

22/02/2025

Έτος εκπόνησης

2025

Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Σταυρούλα Μιχαλά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Νικόλαος Βλάχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πρωτότυπος Τίτλος

Τρέχουσες αντιλήψεις των μαιευτήρων γυναικολόγων-εμβρυομητρικών και των νεογνολόγων-παιδίατρων για τα άτομα με αμφίβολα γεννητικά όργανα στην Ελλάδα

Γλώσσες εργασίας

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Current perceptions of obstetrician-gynecologists and neonatologists-pediatricians about people with ambiguous genitalia in Greece

Περίληψη

Ελληνικά:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια τεράστια πρόοδος όσον αφορά τη γνώση των αναγκών των ατόμων με παραλλαγή διαφοροποίησης του φύλου (DSD) όσον αφορά το ιατρικό μέρος αλλά πιο εντυπωσιακά το ψυχολογικό. Ακολούθως, η ιατρική κοινότητα ανά τον κόσμο προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα προσπαθώντας να εξυπηρετήσει τη βέλτιστη προσέγγιση ή και θεραπεία που χρειάζονται αυτά τα άτομα και οι οικογένειες τους. Οι εξελίξεις αυτές έχουν διαφορετικούς ρυθμούς ανά περιοχές, ανά τον κόσμο. Η ελληνική κοινότητα προσπαθεί να ακολουθήσει αυτές τις αλλαγές και στο πλαίσιο αυτό έχουν γίνει νομοθετικές και ιατρικές τροποποιήσεις.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αξιολογήσει τις τρέχουσες αντιλήψεις των παιδίατρων-νεογνολόγων και μαιευτηρίων-γυναικολόγων για τα άτομα με DSD στην Ελλάδα.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Διενεργήθηκε συγχρονική μελέτη παρατήρησης με τη μορφή δημοσκόπησης μέσω ερωτηματολογίου. Το τελικό δείγμα συνίστατο σε 55 ερωτηματολόγια. Αρχικά, περιγραφική στατιστική και έπειτα στατιστική ανάλυση μέσω SPSS.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Διαπιστώσαμε ότι το 38,2% γνώριζε τη σωστή απάντηση σχετικά με τον νέο νόμο στη χώρα όπου η χορήγηση ορμονών ή άλλων φαρμάκων σε παιδιά κάτω των 15 ετών απαγορεύεται όταν πρόκειται αποκλειστικά για λόγους κανονικοποίησης.
Αναδείξαμε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των γυναικολόγων και των νεογνολόγων που θα συστήσουν ανεπιφύλακτα σε έναν γονέα DSD να λάβει συμβουλές από ψυχολόγο με ποσοστό 44% και 76,7% αντίστοιχα, με p-value=0,021.
Επίσης, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των γιατρών που εργάζονται στην Αττική και των γιατρών που εργάζονται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όσον αφορά την ονοματολογία με ποσοστό 91,7% και 42,1% αντίστοιχα επιλέγοντας το όνομα «άτομο με διφορούμενα γεννητικά όργανα», με p-value=0,004. Οι υπόλοιποι γιατροί που δεν εργάζονται στην Αττική προτίμησαν τα ονόματα «άτυπος», «intersex», «διαταραχή στην ανάπτυξη του φύλου», «άγνωστο φύλο» και «ερμαφρόδιτοι», κατά σειρά συχνότητας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Συμπεραίνουμε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη για βελτίωση της ενημέρωση της ιατρικής κοινότητας για αυτό το σπάνιο αλλά σημαντικό θέμα.

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:

BACKGROUND: During the last decades there is a huge advance regarding the knowledge of the needs of people with ambiguous genitalia as far as the medical part is concerned but more impressively the psychological part. As a result, the worldwide management of people with Differences of Sex Development (DSD) tends to conform to their needs.

AIM: The aim of this study is to assess the current perceptions of neonatologists and obstetrician-gynecologists about DSD people in Greece.

METHODOLOGY: We used a cross-sectional study in form of poll with a questionnaire. The final sample was 55 answers. At first, we conducted descriptive statistics and then statistical analysis using SPSS.

RESULTS:We found that the 38,2% knew the right answer about the new law in the country where prescribing hormones or other medications to children under 15 years old is forbidden just for normalizing reasons.The results showed that there was statistically significant difference between the gynecologists and the neonatologists who will strongly recommend to a DSD parent to take advice by a psychologist with the percentage of 44% and 76,7% respectively, with a p-value=0,021.Also, the results showed that there was statistically significant difference between the doctors who work in Attica and the doctors who work in other regions of Greece as far as the nomenclature is concerned with a percentage of 91,7% and 42,1% respectively choosing the name ‘person with ambiguous genitalia’, with a p-value=0,004. The rest non-Attica doctors preferred the name ‘atypical’, ‘intersex’, ‘disorder of sex development’, ‘unknown gender’ and ‘hermaphrodites’, in order of frequency.

CONCLUSIONS: We conclude that there is great need for the medical community to be better informed about this rare but important issue. 

Κύρια θεματική κατηγορία

Επιστήμες Υγείας

Λέξεις-κλειδιά

Ελληνικά:
αμφίβολα γεννητικά όργανα, DSD, intersex

Αγγλικά ή άλλη γλώσσα:
DSD, ambiguous genitalia, intersex.

Αριθμός σελίδων

104

Ευρετήριο

Όχι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

Εικονογραφημένη

Ναι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

73

Ψηφιακά Αρχεία

Έχει κατατεθεί το πλήρες κείμενο σε μορφή PDF

Μόνιμη διεύθυνση

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/3465938

Δημοσίευση

Tzounakou_Leoni_Dimosieysi